Sofianna's Paidousi Author Official Site

Saturday, November 7, 2015

H Koκκινοσκουφιτσα





 Μια φορά κι έναν καιρό, ζούσε σ' ένα χωρίο ένα κοριτσάκι, το πιο όμορφο στον κόσμο. Η μητέρα της τη λάτρευε. Η γιαγιά της τη αγαπούσε τόσο που της έφτιαξε μια μικρή κόκκινη κουκούλα, η οποία της πήγαινε τόσο πολύ που τη φορούσε συνέχεια και γι αυτό όλοι την φώναζαν Κοκκινοσκουφίτσα.

 Μια μέρα η μητέρα της, που μόλις είχε ψήσει κάποια κέικ, της είπε: "Πηγαίνετε να δεις πώς είναι η γιαγιά σου, μου έχουν πει ότι είναι άρρωστη. Πάρε της ένα κέικ και αυτό μικρό δοχείο βουτύρου."
Η Κοκκινοσκουφίτσα ξεκίνησε αμέσως για το σπίτι της γιαγιάς της, που ζούσε σε ένα άλλο χωριό. Πήρε το μονοπάτι μέσα από το δάσος όπου συνάντησε έναν λύκο.
 Ήθελα πάρα πολύ να τη φάει, αλλά δεν τολμούσε επειδή υπήρχαν ξυλοκόποι στο δάσος. Τη ρώτησε που πήγαινε.


 Το φτωχό παιδί, μη γνωρίζοντας ότι ήταν επικίνδυνο να σταματήσει και να ακούσει έναν λύκο, είπε: "Πάω να δω την γιαγιά μου, της πηγαίνω λίγο κέικ και ένα δοχείο με βούτυρο που της στέλνει η μητέρα μου." 
"Ζει πολύ μακριά;" Ρώτησε ο λύκος. 
"Ω ναι..." απάντησε η Κοκκινοσκουφίτσα. 
"...είναι εκεί πέρα από το μύλο που μπορείτε να δείτε δεξιά κάτω, είναι το πρώτο σπίτι στο χωριό." 
"Καλά τώρα..." σκέφτηκε ο λύκος, "νομίζω ότι θα πάω και γω ο ίδιος να τη δω. Θα πάω από αυτό το μονοπάτι και συ από εκείνο, και θα δούμε ποιος θα φθάσει εκεί πρώτος." Ο λύκος ξεκίνησε τρέχοντας  με όλη του τη δύναμη από την συντομότερη διαδρομή, και το κοριτσάκι συνέχισε το δρόμο της από μακρύτερο δρόμο. Καθώς περπατούσε διασκέδαζε μαζεύοντας ξηρούς καρπούς, κυνηγώντας πεταλούδες, και φτιάχνοντας μπουκέτα με τα λουλούδια που έβρισκε.
Ο λύκος δεν άργησε να φθάσει στο σπίτι της γιαγιάς. Χτύπησε την πόρτα _Τοκ Τοκ_ "Ποίος είναι εκεί;" 
"Είμαι η εγγονή σου η Κοκκινοσκουφίτσα..." είπε ο λύκος γλυκαίνοντας τη φωνή του, "και σου φέρνω κέικ και ένα μικρό δοχείο με βούτυρο ως δώρο από τη μητέρα μου."
H μεγάλη γυναίκα ήταν στο κρεβάτι, δεν ήταν πολύ καλά, και του φώναξε: "Βγάλε το σύρτη και η πόρτα θα ανοίξει μόνη της." Ο λύκος έσυρε έξω το σύρτη και την πόρτα άνοιξε. Έπειτα πετάχτηκε πάνω στη φτωχή γυναίκα και την έφαγε με μια χαψιά γιατί ήταν περισσότερο από τρεις ημέρες χωρίς φαγητό. 
Μετά από αυτό έκλεισε την πόρτα, ξάπλωσε στο κρεβάτι της γιαγιάς, και περίμενε την Κοκκινοσκουφίτσα.
Σύντομα εκείνη ήρθε και χτύπησε την πόρτα_ Τοκ Τοκ _ 




"Ποίος είναι εκεί;" 
Η Κοκκινοσκουφίτσα στην αρχή, ακούγοντας την τραχεία φωνή του λύκου φοβήθηκε, αλλά σκεπτόμενη ότι η γιαγιά της είχε ένα βαρύ κρυολόγημα, απάντησε "Είμαι η εγγονή σου, η Κοκκινοσκουφίτσα, και σου φέρνω κέικ και λίγο βούτυρο από τη μητέρα μου." 
Μαλακώνοντας τη φωνή του, ο λύκος της φώναξε: "Βγάλτε το σύρτη και το μάνταλο θα πέσει". Η Κοκκινοσκουφίτσα έβγαλε το σύρτη και η πόρτα άνοιξε. Όταν είδε να μπαίνει εκείνος κρύφθηκε κάτω από τα παπλώματα του κρεβατιού. "Βάλε το κέικ και το  βούτυρο στο τραπέζι..." είπε, «...και έλα στο κρεβάτι μαζί μου."
Η Κοκκινοσκουφίτσα έβγαλε τα ρούχα της, αλλά όταν ανέβηκε στο κρεβάτι έμεινε έκπληκτη βλέποντας  τη γιαγιά της με το νυχτικό.
"Καλή μου γιαγιά!" Αναφώνησε, "Τι μεγάλα χέρα που έχεις!"
"Για να σε αγκαλιάζω καλύτερα  παιδί μου!"
 "Καλή μου γιαγιά, τι μεγάλα πόδια που έχεις!"
 "Για τρέχω καλύτερα παιδί μου!"
"Καλή μου γιαγιά τι μεγάλα αυτιά έχεις!"
 "Για να σ' ακούω καλύτερα, παιδί μου!"
 "Καλή μου γιαγιά, τι μεγάλα μάτια που έχεις!"
 "Για να σε βλέπω καλύτερα παιδί μου!"
 "Καλή μου γιαγιά, τι μεγάλα δόντια που έχεις!"


 "Για να σε φάω καλύτερα!" Με αυτά τα λόγια ο κακός λύκος πήδησε επάνω στην Κοκκινοσκουφίτσα και την έκανε μια μπουκιά.
Η Κοκκινοσκουφίτσα είναι ένα από τα πιο δημοφιλή ευρωπαϊκά παραμύθια στον κόσμο, εκ των οποίων υπάρχουν πολλές παραλλαγές. Οι πιο δημοφιλείς εκδόσεις είναι αυτές του Charles Perrault με τον τίτλο "Le Petit Chaperon Rouge'') του 1697, και των Brothers Grimm (''Rotkäppchen'') του 1857.
(wikipedia)

Charles Perrault, Histoires ou contes du temps passé, avec des moralités: Contes de ma mère l'Oye (Paris, 1697).




                       

Thursday, November 5, 2015

LITTLE RED RIDING HOOD



Once upon a time there was a little village girl,
the prettiest that had ever been seen.
Her mother doted on her. Her grandmother was even
fonder, and made her a little red hood,
which became her so well that everywhere she went
by the name of Little Red Riding Hood.
One day her mother, who had just made and baked
some cakes, said to her:

Sunday, October 25, 2015

Η Σταχτοπούτα



Μια φορά και έναν καιρό, ζούσε ένας αξιόλογος άνθρωπος που παντρεύτηκε, για  δεύτερη σύζυγό του, την πιο ψηλομύτα και περήφανη  γυναίκα που είχε γνωρίσει  ποτέ κανείς. Είχε δύο κόρες από το πρώτο της γάμο, που είχαν κληρονομήσει την οξυθυμία της μητέρας τους και της έμοιαζαν σε όλα. Ο σύζυγός της, από την άλλη πλευρά, είχε μια κόρη, που είχε έναν εξαιρετικά γλυκό και ευγενικό χαρακτήρα. Αυτό το κληρονόμησε από τη μητέρα της, που ήταν ο καλύτερος  άνθρωπος στον κόσμο.

Πριν καλά-καλά ο γάμος τελειώσει, η μητριά της άρχισε να εμφανίζει τον κακό της χαρακτήρα. Δεν μπορούσε να αντέξει τις εξαιρετικές αρετές ενός μικρού κοριτσιού, που έκαναν τις κόρες της να φαίνονται πιο μισητές από ποτέ. Επέβαλε στο κορίτσι τις πιο άσκημες δουλείες του σπιτιού. Αυτή ήταν που έπρεπε να καθαρίσει τα πιάτα και τις σκάλες, να σκουπίσει τα δωμάτια της αφεντικίνας  του σπιτιού και των δυο της παιδιών. Κοιμόταν σε ένα άθλιο στρώμα σε μια σοφίτα στο πάνω μέρος του σπιτιού, ενώ οι αδελφές είχαν δωμάτια με παρκέ δάπεδο, και μοντέρνα κρεβάτια, με καθρέφτες που μπορούσαν να δουν τους εαυτούς τους από την κορυφή έως τα νύχια.

Friday, October 23, 2015

Cinderella

Once upon a time there was a worthy man who married for his second wife the haughtiest, proudest woman that had ever been seen. She had two daughters, who possessed their mother's temper and resembled her in everything. Her husband, on the other hand, had a young daughter, who was of an exceptionally sweet and gentle nature. She got this from her mother, who had been the nicest person in the world.
The wedding was no sooner over than the stepmother began to display her bad temper. She could not endure the excellent qualities of this young girl, for they made her own daughters appear more hateful than ever. She thrust upon her all the meanest tasks about the house. It was she who had to clean the plates and the stairs, and sweep out the rooms of the mistress of the house and her daughters. She slept on a wretched mattress in a garret at the top of the house, while the sisters had rooms with parquet flooring, and beds of the most fashionable style, with mirrors in which they could see themselves from top to toe.

Follow me on Social Media


Send us your CV: fairytalesbysofianna@gmail.com

Subscribe to our mailing list

* indicates required