Μία φορά και έναν καιρό ήταν μία γυναίκα που ήθελε να αποκτήσει ένα παιδάκι αλλά δεν ήξερε πώς να πραγματοποιήσει την επιθυμία της. Eτσι ζήτησε τη συμβουλή μιας γριάς μάγισσας η οποία της είπε:
Έτσι κι έκανε γυναίκα. Μετά από λίγες μέρες στη γλάστρα φύτρωσε ένα μεγάλο και όμορφο λουλούδι που έμοιαζε με τουλίπα. «Τι όμορφο λουλούδι!» Είπε η γυναίκα και φίλησε τα κόκκινα πέταλα του. Εκείνη τη στιγμή τα πέταλα άνοιξαν και από μέσα εμφανίστηκε ένα κοριτσάκι σαν όλα τα άλλα μόνο που ήταν τόσο δα μικρό, για αυτό το ονόμασαν Τοσοδούλα.
Μία νύχτα, ενώ το κοριτσάκι κοιμόταν στον καρυδότσουφλο που είχε για κρεβατάκι μια βατραχίνα μπήκε στο σπίτι από το σπασμένο τζάμι του παραθύρου. Μόλις είδε την Τοσοδούλα μονολόγησε: «Αυτό το όμορφο κοριτσάκι θα είναι ιδανική σύζυγος για τον γιο μου.» Έτσι άρπαξε το καρυδότσουφλο με την Τοσοδούλα, πήδηξε στον κήπο και κίνησε για την όχθη του ποταμού όπου ζούσε μαζί με τον γιο της που ήταν το ίδιο άσχημος με εκείνη.
«Κουάξ, κουάξ.» είπε ο νεαρός βάτραχος, ευχαριστημένος όταν αντίκρισε το κοριτσάκι μέσα στο καρυδότσουφλο.
«Μη φωνάζεις και την ξυπνήσεις.» Τον μάλωσε η μητέρα του. «Θα τη βάλω στο πιο μακρινό νούφαρο για να μην μπορεί να δραπετεύσει.» ‘
Όταν ξύπνησε η Τοσοδούλα και είδε που βρισκόταν, έβαλε τα κλάματα., Και το χειρότερο εκείνη τη στιγμή εμφανίστηκε βατραχίνα με το αποκρουστικό βατραχάκι της. «Αυτός είναι ο γιος μου που σύντομα θα γίνει ο άντρας σου μην το κουνήσεις από δω, εμείς πάμε να ετοιμάσουμε το σπιτικό σας.» Είπε στο κοριτσάκι.
Έπειτα οι δυο τους έφυγαν και η Τοσοδούλα απέμεινε μόνη και απελπισμένη. Εκείνη την ώρα μία άσπρη πεταλούδα πήγε και στάθηκε πάνω στο νούφαρο. Τότε η Τοσοδούλα βρήκε την ευκαιρία να το σκάσει. Έβγαλε τη ζώνη της και έδεσε τη μία άκρη γύρω από το σώμα της πεταλούδας και την άλλη στο νούφαρο. Έτσι άρχισε να πλέει γρήγορα μέσα στον ποταμό. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή περνούσε πετώντας από πάνω της ένας μεγάλος μπάμπουρας. Γοητευμένος από την ομορφιά της, την άρπαξε και τη σήκωσε ψηλά. Η πεταλούδα δεμένη με τη ζώνη συνέχισε να σέρνει το νούφαρο.
«Τι κρίμα!» Αναφώνησε η Τοσοδούλα. «Αυτό που με στεναχωράει περισσότερο είναι ότι η καημένη η πεταλούδα δεν θα μπορέσει να ελευθερωθεί από το νούφαρο.» Ο μπάμπουρας όμως δεν φάνηκε να συγκινείται. Άφησε την τοσοδούλα σε ένα κλαδί του δέντρου όπου ζούσε και κάθισε δίπλα της.
Σε λίγο έφτασαν και άλλοι μπάμπουρες που ζούσαν εκεί. Οι θηλυκές τρελές από ζήλια, την κοιτούσαν με περιφρόνηση. Κάποιες σχολίαζαν: «Μμμμ σιγά την όμορφη!»
«Κοιτάξτε δεν έχει κεραίες ούτε φτερά. Δεν μπορεί να πετάξει!» Παρόλο που ο μπάμπουρας εξακολουθούσε να είναι ερωτευμένος με την όμορφη Τοσοδούλα σκέφτηκε ότι δεν θα μπορούσε να ζήσει με μία γυναίκα από την περιφρονούσαν όλοι οι όμοιοί του. Έτσι την κατέβασε από το δέντρο και την άφησε σε ένα τριαντάφυλλο.
Η καημένη η Τοσοδούλα πέρασε όλο το καλοκαίρι στο δάσος με μοναδική συντροφιά το κελάηδημα των πουλιών. Όταν όμως έφτασε το φθινόπωρο, όλα τα πουλιά πέταξαν για πιο ζεστά μέρη και η Τοσοδούλα έμεινε στο τέλος μόνη να τουρτουρίζει από το κρύο!
Μια παγωμένη μέρα, ξεκίνησε να βρει καταφύγιο. Κάποια στιγμή έφτασε στο σπιτάκι ενός αρουραίου. Εκείνος μόλις είδε το καημένο το κορίτσι τόσο αποκομμένο και πεινασμένο του είπε: «Μπορείς να περάσεις εδώ το χειμώνα. Θα σου παρέχω τροφή και εσύ σε αντάλλαγμα θα μου καθαρίζεις το σπίτι και θα μου αφηγείσαι ιστορίες.» Στην Τοσοδούλα άρεσε πολύ αυτή η συμφωνία και βάλθηκε αμέσως να καθαρίζει το σπιτάκι. Το ίδιο βράδυ ήταν καλεσμένος για δείπνο ο κύριος τυφλοπόντικας. Μετά το φαγητό η Τοσοδούλα ξεκίνησε να αφηγείται όμορφες ιστορίες με την κελαρυστή φωνή της. Ο τυφλοπόντικας μόλις την άκουσε την ερωτεύτηκε μιας. Θέλοντας να ξαναδεί όσο πιο σύντομα γινόταν εκείνο το θεσπέσιο πλάσμα, τους κάλεσε να τον επισκεφτούν για να τους ανταποδώσει τη φιλοξενία.
Οι επισκέψεις στο λαγούμι του τυφλοπόντικα έγιναν όλο και πιο συχνές. Τα δύο σπίτια επικοινωνούσαν μεταξύ τους μέσω ενός μακρόστενου διάδρομου. Εκεί μία μέρα η Τοσοδούλα αντίκρισε ένα άψυχο χελιδόνι. Θλιμμένη το χάιδεψε και το φίλησε. Τότε το πουλάκι ξαναζωντάνεψε από τη θέρμη της αγκαλιά και τη ζέστη ανάσα της.
Όλες τις νύχτες εκείνου του κρύου χειμώνα, η Τοσοδούλα περιποιόταν το χελιδόνι, πηγαίνοντάς του ζεστό φαγητό και κουβέρτες. Του φέρθηκε με τόση στοργή και αγάπη ώστε όταν έφτασε η άνοιξη το πουλάκι ήθελε να ανταποδώσει στην Τοσοδούλα το καλό που του είχε κάνει. Της είπε λοιπόν: «Έλα μαζί μου. Θα σε μεταφέρω σε ένα θαυμάσιο μέρος όπου θα είστε πραγματικά ευτυχισμένη.»
«Δεν μπορώ. Δεν θέλω να κακοκαρδίσω τον αρουραίο και τον τυφλοπόντικα. Είναι τόσο καλοί μαζί μου.» Απάντησε η Τοσοδούλα και το χελιδόνι την αποχαιρέτησε και πέταξε μακριά.
Ήρθε η άνοιξη και γέμισε τους κάμπους με λουλούδια και ευωδιές. Μια μέρα που η Τοσοδούλα λιαζόταν έξω από το σπιτάκι, την πλησίασε ο αρουραίος και της είπε: «Τοσοδούλα, ο τυφλοπόντικας μου ζήτησε το χέρι σου και εγώ σκέφτηκα ότι είναι καλός σύζυγος για σένα. Τώρα την άνοιξη και το καλοκαίρι που οι μέρες είναι μεγάλες μπορείς να φτιάξει τα προικιά σου. Όταν θα τα έχεις έτοιμα, θα κάνουμε το γάμο.» Η Τοσοδούλα χαμογέλασε ευγενικά αλλά μέσα τις ένιωθε απαίσια. Δεν ήθελε καθόλου να παντρευτεί τον τυφλοπόντικα όμως υπάκουσε και βάλθηκε να γνέθει, να υφαίνει και να ράβει τα προικιά της.
Μόλις μπήκε το φθινόπωρο, ο αρουραίος όρισε την ημερομηνία του γάμου τους. Η Τοσοδούλα, με δάκρυα στα μάτια, βγήκε έξω για να αποχαιρετήσει τον ήλιο. Σε λίγες μέρες δεν θα τον αντίκριζε ποτέ ξανά αφού θα έμενε για πάντα με τον σύζυγο της κάτω από τη γη. Μέσα στους λυγμούς της όμως την άκουσε ένα γνώριμο ήχο:
«Κουίτ κουίτ!» Ήταν το χελιδόνι Μόλις είδε τη φίλη του να κλαίει, πέταξε κοντά της και τη ρώτησε: «Τι έχεις Τοσοδούλα, γιατί είσαι λυπημένη;»
«Είναι δυστυχισμένη, γιατί αύριο θα παντρευτώ τον τυφλοπόντικα και δεν θα ξαναδώ ποτέ το φως της μέρας…»
«Γιατί λοιπόν δεν έρχεσαι μαζί μου;» Της πρότεινε το χελιδόνι. «Πλησιάζει ο χειμώνας και θα φύγω μου για πιο ζεστά μέρη. Εμπρός έλα!» Η Τοσοδούλα δεν χρειάζεται να το πολυσκεφτεί. Δέχτηκε αμέσως την πρόταση του φίλου και με μιας ανέβηκε στην πλάτη του.
Ταξίδευαν για μέρες και μέρες ώσπου έφτασαν σε έναν τόπο όπου ο ήλιος έλαμπε δυνατά. Το χελιδόνι πέταξε μέχρι τον πανέμορφο δασάκι που υπήρχε πλάι σε μια γαλάζια λίμνη. Εκεί κατέβηκε και άφησε την Τοσοδούλα πάνω στον κάλυκα ενός λουλουδιού. Τότε τι έκπληξη! Στο ίδιο σημείο καθόταν αναπαυτικά ένα ανθρωπάκι με δέρμα διάφανο σαν από κρύσταλλο και φορούσε στο κεφάλι του μία χρυσή κορώνα. Δεν ήταν μεγαλύτερο από την Τοσοδούλα και εκείνη ένιωσε ότι ήταν το ομορφότερο πλάσμα που είχε αντικρίσει ποτέ. Το πλασματάκι αυτό ήταν ένα πριγκιπόπουλο. Όμως και εκείνος γοητεύτηκε τόσο από την Τοσοδούλα που την ερωτεύτηκε κεραυνοβόλα. «Είμαι ο πρίγκιπας των λουλουδιών.» Της είπε. «Θέλεις να γίνεις γυναίκα μου;»
Ακούγοντας αυτά τα λόγια τοσοδούλα θυμήθηκε το βάτραχο, τον μπάμπουρα, τον τυφλοπόντικα, όλους τους επίδοξους μνηστήρες που είχε γνωρίσει και δέχτηκε με χαρά την πρόταση του πρίγκιπα. Αμέσως από κάθε λουλούδι ξεπετάχτηκαν αγόρια και κορίτσια που της έδωσαν ένα λουλουδάτο φόρεμα και ένα ζευγάρι φτερά. «Τώρα μπορείς και συ να πετάς! Θέλεις το όνομά σου να ναι Μάγια;» Τη ρώτησε το όμορφο πριγκιπόπουλο και εκείνη δέχτηκε.
«Αντίο!» Φώναξε από τον ουρανό το χελιδόνι καθώς πετούσε για τη φωλιά του. Η όμορφη Τοσοδούλα χαμογέλασε και έστειλε ένα φιλί στο πουλάκι που την είχε σώσει και την είχε οδηγήσει στην ευτυχία.
H Tοσοδούλα (Thumbelina) είναι έργο του Δανού συγγραφέα Hans Christian Andersen και εκδώθηκε για πρώτη φορα στις 16 Οκτωβρίου 1835 στην Κοπενχάγη.
No comments:
Post a Comment
Note: Only a member of this blog may post a comment.