Sunday, October 25, 2015

Η Σταχτοπούτα



Μια φορά και έναν καιρό, ζούσε ένας αξιόλογος άνθρωπος που παντρεύτηκε, για  δεύτερη σύζυγό του, την πιο ψηλομύτα και περήφανη  γυναίκα που είχε γνωρίσει  ποτέ κανείς. Είχε δύο κόρες από το πρώτο της γάμο, που είχαν κληρονομήσει την οξυθυμία της μητέρας τους και της έμοιαζαν σε όλα. Ο σύζυγός της, από την άλλη πλευρά, είχε μια κόρη, που είχε έναν εξαιρετικά γλυκό και ευγενικό χαρακτήρα. Αυτό το κληρονόμησε από τη μητέρα της, που ήταν ο καλύτερος  άνθρωπος στον κόσμο.

Πριν καλά-καλά ο γάμος τελειώσει, η μητριά της άρχισε να εμφανίζει τον κακό της χαρακτήρα. Δεν μπορούσε να αντέξει τις εξαιρετικές αρετές ενός μικρού κοριτσιού, που έκαναν τις κόρες της να φαίνονται πιο μισητές από ποτέ. Επέβαλε στο κορίτσι τις πιο άσκημες δουλείες του σπιτιού. Αυτή ήταν που έπρεπε να καθαρίσει τα πιάτα και τις σκάλες, να σκουπίσει τα δωμάτια της αφεντικίνας  του σπιτιού και των δυο της παιδιών. Κοιμόταν σε ένα άθλιο στρώμα σε μια σοφίτα στο πάνω μέρος του σπιτιού, ενώ οι αδελφές είχαν δωμάτια με παρκέ δάπεδο, και μοντέρνα κρεβάτια, με καθρέφτες που μπορούσαν να δουν τους εαυτούς τους από την κορυφή έως τα νύχια.

Η φτωχή κοπέλα υπέμεινε τα πάντα υπομονετικά, δεν τολμούσε να παραπονεθεί στον πατέρα της. Θα την κατσάδιαζε, επειδή η σύζυγός του τον έκανε ότι ήθελε. Όταν τελείωνε τη δουλειά της,  συνήθιζε να κάθεται ανάμεσα  στα αποκαΐδια σε μια γωνιά στο τζάκι και από αυτή η συνήθεια έγινε ευρέως  γνωστή ως Σταχτοθήλυκο. Η νεότερη αδελφή της, που δεν ήταν τόσο κακιά, όσο η μεγαλύτερη, την ονόμασε Σταχτοπούτα. Παρόλο που φορούσε  άθλια ρούχα αυτό δεν την απέτρεψε από το να είναι εκατό φορές πιο όμορφη από τις αδελφές της, και ας φορούσαν περίλαμπρα ενδύματα.

Mια μέρα, ο γιος του βασιλιά θα διοργάνωνε έναν χορό, και κάλεσε όλα τα άτομα υψηλής κοινωνίας. Οι δυο νεαρές κυρίες καλέστηκαν μεταξύ άλλων, γιατί ήταν σημαντικές προσωπικότητες στη χώρα. Ήταν τόσο χαρούμενες που όλη την ώρα ασχολιόντουσαν με το τι ρούχα θα φορέσουν και πως θα χτενίσουν τα μαλλιά τους. Και όλα αυτά σήμαιναν περισσότερους μπελάδες για τη Σταχτοπούτα, γιατί  αυτή ήταν που θα τακτοποιούσε και θα σιδέρωνε τα λινά βολάν για τις αδελφές της. Αυτές δεν μιλούσαν για τίποτα άλλο, πέρα από τη μόδα στα ρούχα.

«Από την πλευρά μου,» είπε η μεγαλύτερη «θα φορέσω το κόκκινο βελούδινο φόρεμά μου, με τη δαντέλα.»

«Έχω μόνο το καθημερινό μου μεσοφόρι.» είπε η νεώτερη, «αλλά για να το ομορφύνω θα φορέσω τον μανδύα μου με τα χρυσά λουλούδια και το περιδέραιο με διαμάντια, τα οποία δεν είναι τόσο άσχημα.»

Έκλεισαν έναν καλό κομμωτή να τους κανονίσει τα περίτεχνα χτενίσματα και αγόρασαν μπαλώματα από το καλύτερο κατάστημα.

Ζήτησαν από τη Σταχτοπούτα τη συμβουλή της, γιατί είχε καλό γούστο. Η Σταχτοπούτα τους έδωσε τις καλύτερες συμβουλές και ακόμη προσφέρθηκε να φτιάξει τα μαλλιά τους, κάτι που συμφώνησαν ευχαρίστως.

Ενώ εκείνη ασχολούταν με τα μαλλιά τους της είπαν: «Σταχτοπούτα, δεν θα 'θελες να πας κι εσύ στο χορό;»

«Ω..., αλλά εσείς εκλεπτυσμένες, νεαρές κυρίες θα γελούσατε μαζί μου. Δεν έχω θέση εγώ εκεί πέρα.»

«Αυτό είναι αλήθεια, ο κόσμος θα γελούσε αν έβλεπε ένα σταχτοθήλυκο στην αίθουσα χορού.»

Oποιοσδήποτε άλλος στη θέση της, θα έκανε τα μαλλιά τους λάθος, αλλά η Σταχτοπούτα ήταν πολύ εγκάρδια, και να τους τα έφτιαξε τέλεια. Ήταν τόσο ενθουσιασμένες, που για σχεδόν δύο μέρες έτρωγαν... τίποτα. Έσπασαν πάνω από μια ντουζίνα κορδόνια τραβώντας τα σφιχτά προκειμένου η μέση τους να γίνει πιο λεπτή, και ήταν μονίμως μπροστά σ' έναν καθρέφτη.

Η ευτυχισμένη μέρα επιτέλους έφτασε. Οι τρεις γυναίκες έφυγαν μακριά. Η Σταχτοπούτα, τους παρακολουθούσε όσο φαίνονταν μες στον ορίζοντα. Όταν δεν μπορούσε πλέον να τις δει, άρχισε να κλαίει. Η νονά της τη βρήκε δακρυσμένη, και τη ρώτησε τι την ενοχλούσε.

 «Θα ήθελα — θέλω — —»

Έκλαιγε τόσο πικρά που δεν μπορούσε να τελειώσει τη φράση.

Η νονά της, που ήταν μια νεράιδα, είπε: «Θα ήθελες να πας στο χορό, σωστά;»

«Αχ, ναι,» είπε η Σταχτοπούτα, αναστενάζοντας.

«Καλά, καλά,» είπε η νονά της, «υποσχέσου ότι θα είσαι ένα καλό κορίτσι και θα το κανονίσω να πάς.»

Πήρε τη Σταχτοπούτα μέσα στο δωμάτιό της και είπε:

«Πηγαίνετε στον κήπο, και φέρε μου μια κολοκύθα.»

Η Σταχτοπούτα πήγε αμέσως και μάζεψε την καλύτερη που θα μπορούσε να βρει. Την  έφερε στη νονά της, αναρωτώμενη πώς θα μπορούσε να βοηθήσει μια κολοκύθα στο να πάει εκείνη στο χορό.

 Η νονά την άδειασε και όταν είχε απομείνει μόνο η φλούδα, τη χτύπησε με το ραβδί της. Αμέσως η κολοκύθα τροποποιήθηκε  σε όμορφη επίχρυση  άμαξα.

 Στη συνέχεια πήγε και κοίταξε την ποντίκι-παγίδα, όπου βρήκε μέσα έξι ποντίκια όλα ζωντανά. Είπε στην Σταχτοπούτα να ανεβάσει λίγο την πόρτα της ποντίκι-παγίδας, και όπως έβγαινε κάθε ποντίκι του έδινε ένα χτύπημα με το ραβδί της, και το μετέτρεπε σε ένα άλογο. Μέχρι που μαζεύτηκαν  έξι γκρι πανέμορφα αλόγα.

Αλλά προβληματιζόταν πως να φτιάξει έναν αμαξά.

«Θα πάω να δω,» είπε η Σταχτοπούτα, «αν υπάρχει αρουραίος στην ποντικό- παγίδα. Θα μπορούσαμε να φτιάξουμε έναν αμαξά από αυτόν.»

«Σωστά,» είπε τη νονά, «πήγαινε να δεις.»

Η Σταχτοπούτα έφερε την ποντικό-παγίδα, η οποία περιείχε τρία μεγάλα ποντίκια. Η νεράιδα επέλεξε ένα απ' όλα λόγω του ότι είχε κομψά μουστάκια.

Μόλις το άγγιξε  μετατράπηκε σε έναν παχύ αμαξά με τα πιο ωραία μουστάκια που είχαν δει ποτέ.

«Τώρα πήγαινε στον κήπο, και φέρε μου έξι σαύρες που θα βρεις πίσω από το βαρέλι.»

Mόλις τις έφερε, η νονά τις μετέτρεψε σε έξι υπηρέτες, που αμέσως ανέβηκαν πίσω από την άμαξα με τις επίσημες στολές τους, και κρεμάστηκαν από  εκεί, σαν να μην έκαναν  τίποτα άλλο σ' όλη τους τη ζωή.

Η νεράιδα - νονά είπε στη συνέχεια: «Λοιπόν, έχεις ότι χρειάζεσαι  για να πας στο χορό. Είσαι ικανοποιημένη;»

«Ω, ναι, αλλά θα πάω μ' αυτά τα άσχημα ρούχα;»

Η νονά της απλώς την άγγιξε με το ραβδί της, και στη στιγμή, τα ρούχα της άλλαξαν σε χρυσά και ασημένια ενδύματα, στολισμένα με κοσμήματα. Μετά από αυτό, η νονά της έδωσε ένα ζευγάρι γυάλινα γοβάκια, τα ομορφότερα του κόσμου.

 Έτσι λοιπόν μπήκε στην άμαξα. Η νονά της την πρόσταξε να μην παραμείνει πέρα από τα μεσάνυχτα ό, τι και αν γίνει, προειδοποιώντας την πως αν παρέμεινε στο χορό έστω και μια στιγμή περισσότερο, η άμαξα της θα γινόταν πάλι κολοκύθα, τα άλογα ποντίκια, και οι υπηρέτες της σαύρες, ενώ τα παλιά ρούχα θα επανεμφανιστούν επάνω της μία ακόμα φορά.

 Υποσχέθηκε στη νονά ότι δεν θα αποτύγχανε να φύγει από το χορό  πριν από τα μεσάνυχτα, και  έφυγε μακριά, πολύ ευχαριστημένη.

Ο γιος του βασιλιά, όταν του είπαν σχετικά με την άφιξη μιας υπέροχης πριγκίπισσας, την οποία κανείς δεν ήξερε, πήγε εμπρός για να την καλωσορίσει. Της έδωσε το χέρι του να κατεβεί από την άμαξα  και την οδήγησε στην αίθουσα όπου είχαν όλοι συγκεντρωθεί. Αμέσως έπεσε μεγάλη σιωπή. Οι χορευτές σταμάτησαν, τα βιολιά δεν έπαιζαν πια, όλοι καθηλώθηκαν από  την υπέροχη ομορφιά της άγνωστης επισκέπτριας. Παντού θα μπορούσες να ακούσεις να ψιθυρίζουν  σε σύγχυση:

 «Ω, πόσο όμορφη είναι!»

 Ο βασιλιάς, γέρος καθώς ήταν, δεν μπορούσε να πάρει τα μάτια του από πάνω της, και ψιθύρισε στη βασίλισσα ότι είχε πολύ καιρό να δει κάποια τόσο όμορφη και γοητευτική.

 Όλες τις κυρίες ανυπομονούσαν να εξετάσουν διεξοδικά τα ρούχα της και τα μαλλιά της, αποφασισμένες να τα αντιγράψουν το πρωί, υπό τον όρο ότι θα μπορούσαν να βρουν υλικά τόσο όμορφα, και ράπτες τόσο έξυπνους.

Ο γιος του βασιλιά της τοποθετήσε σε τιμητική θέση, και ταυτόχρονα, την παρακάλεσε να είναι η συνοδός του στο χορό. Τέτοια ήταν η χάρη με την οποία χόρεψε όπου μεγάλωσε ο θαυμασμός όλων.

 Ένα υπέροχο δείπνο σερβιρίστηκε, αλλά ο νεαρός πρίγκιπας δεν μπορούσε να φάει τίποτα, καθώς το μόνο που έκανε ήταν να την παρακολουθεί συνέχεια. Εκείνη πήγε και κάθισε δίπλα στις αδελφές της, που τις παρακολουθούσε. Mοιράστηκε  μαζί τους τα πορτοκάλια και τα λεμόνια που της είχε δώσει ο βασιλιάς — προς μεγάλη τους έκπληξη, γιατί δεν την αναγνώριζαν.

Ενώ μιλούσαν, η Σταχτοπούτα άκουσε το ρολόι να χτυπάει ένα τέταρτο πριν τις δώδεκα. Αμέσως έκανε μια βαθιά υπόκλιση στη συντροφιά, και αναχώρησε όσο πιο γρήγορα  μπορούσε.

Μόλις πήγε σπίτι ψιθύρισε στη νονά, και την ευχαρίστησε, δηλώνοντάς της ότι θα επιθυμούσε να πάει και αύριο μία ακόμη φορά ακόμα στο χορό, γιατί ο γιος του βασιλιά την είχε προσκαλέσει.

Ενώ ήταν απασχολημένη να εξιστορεί στη νονά της όλα όσα είχαν συμβεί στο χορό, οι δύο αδελφές της χτύπησαν την πόρτα. Η  Σταχτοπούτα τους άνοιξε.

«Αργήσατε πολύ!» τους είπε τρίβοντας  τα μάτια της και τεντώνοντας τα χέρια της , σαν να είχε μόλις ξυπνήσει. Στην πραγματικότητα, ούτε για μια στιγμή δεν θέλησε να κοιμηθεί αφότου είχαν φύγει.

«Εάν ήσουν στο χορό,» είπε η μία από τις αδελφές της, «δεν θα αισθανόσουν κουρασμένη. Ήρθε μια πολύ όμορφη πριγκίπισσα, η πιο όμορφη που έχουμε ποτέ δει, και μας πρόσεχε, μας έδωσε ακόμα τα πορτοκάλια και τα λεμόνια της.»

Η Σταχτοπούτα το διασκέδαζε. Τους ρώτησε το όνομα της πριγκίπισσας, αλλά απάντησαν ότι κανείς δεν το ήξερε, και ότι ο γιος του βασιλιά ήταν τόσο ανήσυχος που θα έδινε τα πάντα στον κόσμο να μάθει ποιά ήταν.

Η Σταχτοπούτα χαμογέλασε, και είπε και αυτή ότι πρέπει να ήταν πολύ όμορφη.

«Ω, πόσο τυχεροί είστε. Θα μπορούσα να τη δω κι εγώ; Ω, σε  παρακαλώ, Javotte, δάνεισε μου το κίτρινο φόρεμα που φοράς καθημερινά.»

«Μάλιστα!», είπε η Javotte, «αυτό είναι μια ωραία ιδέα. Να δανείσω το φόρεμά μου σε ένα βρομερό παλιοθήλυκο όπως εσύ —νομίζεις ότι είμαι τρελή!»

Η Σταχτοπούτα περίμενε ότι θα αρνιόταν. Δεν ήταν καθόλου αναστατωμένη γιατί και αυτή θα ερχόταν σε δύσκολη θέση αν η αδελφή της ήταν διατεθειμένη να της δανείσει το φόρεμα.

Την επόμενη μέρα, οι δύο αδελφές πήγαν στο χορό,  το ίδιο έκανε Σταχτοπούτα, ακόμη πιο λαμπρά ντυμένη από την πρώτη φορά.

Ο γιος του βασιλιά την κρατούσε πάντα από  τον αγκώνα, και της έλεγε ατελείωτα κομπλιμέντα.

Το νεαρό κορίτσι διασκέδαζε τόσο πολύ που ξέχασε τις προσταγές της νονάς της τελείως και όταν άκουσε το πρώτο κτύπημα του ρολογιού για τα μεσάνυχτα σκέφτηκε ότι δεν θα ήταν αργότερα από τις έντεκα. Όταν όμως αυξήθηκαν οι κτύποι πετάχτηκε και έφυγε τρέχοντας σαν ελαφάκι. Ο πρίγκιπας την ακολούθησε, αλλά δεν μπορούσε να την πιάσει. Ωστόσο, Άφησε να της πέσει ένα από τα γυάλινα γοβάκια της, και ο πρίγκιπας το μάζεψε με μεγάλη προσοχή.

 Όταν η Σταχτοπούτα έφθασε σπίτι δεν είχε ανάσα, δεν είχε άμαξα ούτε υπηρέτες, και ήταν ντυμένη με τα άθλια ρούχα της. Τίποτα δεν απέμεινε από τα υπέροχα ρούχα, το μόνο που έσωσε ήταν το γυάλινο γοβάκι της, το αντίστοιχο μ' αυτό που είχε άφησε να της πέσει.

Έρευνες έγιναν στους πορτιέρηδες του παλατιού ως προς το αν είχε δει κανείς μια πριγκίπισσα να βγαίνει, αλλά δήλωσαν ότι είχαν δει μόνο από νεαρή κοπέλα, πολύ άσκημα ντυμένη, που έμοιαζε περισσότερο με χωριάτισσα παρά με νεαρή κυρία.

Όταν δύο αδελφές της επέστρεψαν από το χορό, η Σταχτοπούτα τους ρώτησε ξανά αν πέρασαν καλά, και εάν η όμορφη κυρία είχε έρθει. Της είπαν ότι ήταν παρούσα, αλλά είχε τραπεί σε φυγή μόλις χτύπησε μεσάνυχτα, και σε μια τέτοια βιασύνη που της έπεσε το ένα  γυάλινο γοβάκι, το ομορφότερο πράγμα στον κόσμο. Πρόσθεσαν ακόμα ότι ο γιος του βασιλιά, που το μάζεψε, δεν έκανε τίποτα άλλο από το να ο χαζεύει καθ' όλη τη διάρκεια του χορού. Από αυτό ήταν ξεκάθαρο ότι  ήταν βαθιά ερωτευμένος με την όμορφη ιδιοκτήτριά του.

Είπαν την αλήθεια. Λίγες μέρες αργότερα, ο γιος του βασιλιά έκανε προκήρυξη μέσω σαλπίγγων ότι θα έπαιρνε για γυναίκα του αυτήν που το πόδι της χωράει στο γοβάκι.

Το δοκίμασαν πρώτα οι πριγκίπισσες, μετά οι δούκισσες και όλη η αυλή, αλλά μάταια. Έπειτα το έφεραν στο σπίτι των δύο αδελφών, που έκαναν ό,τι μπορούσαν για  να στριμώξουν το πόδι τους στο γοβάκι. Κάτι που όμως δεν το κατάφεραν.

Η Σταχτοπούτα τις κοιτούσε και αναγνώρισε το γοβάκι της:

«Επιτρέψτε μου να δω" φώναξε γελαστά, «αν μου χωράει.»

Οι αδελφές της έσκασαν στα γέλια, και άρχισαν να την χλευάζουν, αλλά ο ιπποκόμος που της το δοκίμαζε κοίταξε  προσεκτικά τη Σταχτοπούτα. Παρατήρησε ότι ήταν  πολύ όμορφη και δήλωσε ότι η διακήρυξη ήταν αρκετά δίκαια, και ότι οι εντολές του ήταν να δοκιμάσει το γοβάκι κάθε κοπέλα. Πρόσφερε στη Σταχτοπούτα να καθίσει, και βάζοντας το γοβάκι στο μικροκαμωμένο της πόδι αντιλήφθηκε ότι αυτό γλίστρησε χωρίς πρόβλημα, λες και ήταν μορφοποιημένο στο σχήμα του ποδιού της σαν κερί.

Μεγάλη ήταν η έκπληξη των δύο αδελφών σε αυτό, και ακόμη μεγαλύτερη όταν η Σταχτοπούτα έβγαλε από την τσέπη της το άλλο μικρό γοβάκι και το φόρεσε.

 Εκείνη τη στιγμή η νονά της εμφανίστηκε στη σκηνή. Της έδωσε ένα απαλό χτύπημα με το ραβδί της και τα ρούχα της Σταχτοπούτας τα μετέτρεψε σε ένα φόρεμα ακόμα πιο υπέροχο από τα προηγούμενα.

 Οι δύο αδελφές  αναγνώρισαν ότι εκείνη ήταν το όμορφο πρόσωπο που είχαν δει στο χορό, έπεσαν στα πόδια της, ικετεύοντας  της συγχώρηση για όλη την κακομεταχείριση που είχε υποστεί στα χέρια τους.

Η Σταχτοπούτα τις σήκωσε πάνω και δήλωσε, καθώς τις αγκάλιασε  ότι τις συγχωρεί με όλη της την καρδιά της, προσφέρθηκε να τις αγαπάει και στο μέλλον.

Πήγε στο παλάτι του νεαρού πρίγκιπα με όλη τη νέα της συνοδεία. Εκείνος τη βρήκε πιο όμορφη από ποτέ, και την παντρεύτηκε μερικές μέρες αργότερα.


Η Σταχτοπούτα ήταν τόσο καλή όσο και όμορφη. Έχτισε δίπλα διαμερίσματα στο παλάτι για τις δύο της αδελφές, και τις πάντρεψε την ίδια ημέρα με δύο κυρίους υψηλού βαθμού της αυλής.




Charles Perrault, "Cendrillon, ou la petite pantoufle de verre," Histoires ou contes du temps passé, avec des moralités: Contes de ma mère l'Oye (Paris, 1697).

Η Σταχτοπούτα είναι ένα κλασικό παραμύθι που αφηγείται τις περιπέτειες μιας κοπέλας, που την κακομεταχειρίζονται η κακιά μητριά της και οι αδερφές της. Εκδόθηκε πρώτα το 1634 από τον Basile και το 1697 από τον Σαρλ Περώ. Έγινε πασίγνωστο από την έκδοση των αδελφών Γκριμ το 1812. Στοιχεία του παραμυθιού υπάρχουν σε μύθους της αρχαιότητας, από τη ρωμαϊκή εποχή μέχρι την Κίνα[εκκρεμεί παραπομπή] του 9ου αι. μ.Χ.
(Wikipedia)




No comments:

Post a Comment

Note: Only a member of this blog may post a comment.


Follow me on Social Media


Send us your CV: fairytalesbysofianna@gmail.com

Subscribe to our mailing list

* indicates required