Μια φορά κι έναν καιρό, ζούσε σ' ένα χωρίο ένα κοριτσάκι, το πιο όμορφο στον κόσμο. Η μητέρα της τη λάτρευε. Η γιαγιά της τη αγαπούσε τόσο που της έφτιαξε μια μικρή κόκκινη κουκούλα, η οποία της πήγαινε τόσο πολύ που τη φορούσε συνέχεια και γι αυτό όλοι την φώναζαν Κοκκινοσκουφίτσα.
Μια μέρα η μητέρα της, που μόλις είχε ψήσει
κάποια κέικ, της είπε: "Πηγαίνετε να δεις πώς είναι η γιαγιά σου, μου έχουν
πει ότι είναι άρρωστη. Πάρε της ένα κέικ και αυτό μικρό δοχείο βουτύρου."
Η Κοκκινοσκουφίτσα ξεκίνησε
αμέσως για το σπίτι της γιαγιάς της, που ζούσε σε ένα άλλο χωριό. Πήρε το
μονοπάτι μέσα από το δάσος όπου συνάντησε έναν λύκο.
Ήθελα πάρα πολύ να τη φάει, αλλά δεν τολμούσε επειδή
υπήρχαν ξυλοκόποι στο δάσος. Τη ρώτησε που πήγαινε.
Το φτωχό παιδί, μη γνωρίζοντας ότι ήταν επικίνδυνο να σταματήσει και να ακούσει έναν λύκο, είπε: "Πάω να δω την γιαγιά μου, της πηγαίνω λίγο κέικ και ένα δοχείο με βούτυρο που της στέλνει η μητέρα μου."
"Ζει πολύ μακριά;" Ρώτησε ο λύκος.
"Ω ναι..."
απάντησε η Κοκκινοσκουφίτσα.
"...είναι εκεί πέρα από το μύλο που μπορείτε να
δείτε δεξιά κάτω, είναι το πρώτο σπίτι στο χωριό."
"Καλά τώρα..."
σκέφτηκε ο λύκος, "νομίζω ότι θα πάω και γω ο ίδιος να τη δω. Θα πάω από
αυτό το μονοπάτι και συ από εκείνο, και θα δούμε ποιος θα φθάσει εκεί πρώτος."
Ο λύκος ξεκίνησε τρέχοντας με όλη του τη
δύναμη από την συντομότερη διαδρομή, και το κοριτσάκι συνέχισε το δρόμο της από
μακρύτερο δρόμο. Καθώς περπατούσε διασκέδαζε μαζεύοντας ξηρούς καρπούς, κυνηγώντας
πεταλούδες, και φτιάχνοντας μπουκέτα με τα λουλούδια που έβρισκε.
Ο λύκος δεν άργησε να φθάσει στο σπίτι
της γιαγιάς. Χτύπησε την πόρτα _Τοκ Τοκ_ "Ποίος είναι εκεί;"
"Είμαι
η εγγονή σου η Κοκκινοσκουφίτσα..." είπε ο λύκος γλυκαίνοντας τη φωνή του,
"και σου φέρνω κέικ και ένα μικρό δοχείο με βούτυρο ως δώρο από τη μητέρα
μου."
H μεγάλη γυναίκα
ήταν στο κρεβάτι, δεν ήταν πολύ καλά, και του φώναξε: "Βγάλε το σύρτη και
η πόρτα θα ανοίξει μόνη της." Ο λύκος έσυρε έξω το σύρτη και την πόρτα άνοιξε.
Έπειτα πετάχτηκε πάνω στη φτωχή γυναίκα και την έφαγε με μια χαψιά γιατί ήταν
περισσότερο από τρεις ημέρες χωρίς φαγητό.
Μετά από αυτό έκλεισε την πόρτα, ξάπλωσε
στο κρεβάτι της γιαγιάς, και περίμενε την Κοκκινοσκουφίτσα.
Η Κοκκινοσκουφίτσα στην
αρχή, ακούγοντας την τραχεία φωνή του λύκου φοβήθηκε, αλλά σκεπτόμενη ότι η
γιαγιά της είχε ένα βαρύ κρυολόγημα, απάντησε "Είμαι η εγγονή σου, η
Κοκκινοσκουφίτσα, και σου φέρνω κέικ και λίγο βούτυρο από τη μητέρα μου."
Μαλακώνοντας
τη φωνή του, ο λύκος της φώναξε: "Βγάλτε το σύρτη και το μάνταλο θα πέσει".
Η Κοκκινοσκουφίτσα έβγαλε το σύρτη και η πόρτα άνοιξε. Όταν είδε να μπαίνει εκείνος
κρύφθηκε κάτω από τα παπλώματα του κρεβατιού. "Βάλε το κέικ και το βούτυρο στο τραπέζι..." είπε, «...και έλα στο
κρεβάτι μαζί μου."
Η Κοκκινοσκουφίτσα έβγαλε τα ρούχα της, αλλά όταν
ανέβηκε στο κρεβάτι έμεινε έκπληκτη βλέποντας τη γιαγιά της με το νυχτικό.
"Καλή μου γιαγιά!"
Αναφώνησε, "Τι μεγάλα χέρα που έχεις!"
"Για να σε αγκαλιάζω
καλύτερα παιδί μου!"
"Καλή μου γιαγιά, τι μεγάλα πόδια που
έχεις!"
"Για τρέχω καλύτερα παιδί μου!"
"Καλή μου γιαγιά τι μεγάλα
αυτιά έχεις!"
"Για να σ' ακούω καλύτερα, παιδί
μου!"
"Καλή μου γιαγιά, τι μεγάλα μάτια που έχεις!"
"Για να σε βλέπω καλύτερα παιδί
μου!"
"Καλή μου γιαγιά, τι μεγάλα δόντια που
έχεις!"
"Για να σε φάω καλύτερα!" Με αυτά τα
λόγια ο κακός λύκος πήδησε επάνω στην Κοκκινοσκουφίτσα και την έκανε μια
μπουκιά.
Η Κοκκινοσκουφίτσα
είναι ένα από τα πιο δημοφιλή ευρωπαϊκά παραμύθια στον κόσμο, εκ των οποίων
υπάρχουν πολλές παραλλαγές. Οι πιο δημοφιλείς εκδόσεις είναι αυτές του Charles Perrault με τον τίτλο "Le Petit Chaperon Rouge'') του 1697, και των Brothers Grimm (''Rotkäppchen'') του 1857.
(wikipedia)
Charles Perrault, Histoires ou contes du temps passé, avec des moralités: Contes de ma mère l'Oye (Paris, 1697).
No comments:
Post a Comment
Note: Only a member of this blog may post a comment.