Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας μυλωνάς που είχε ένα γάιδαρο. Ο γάιδαρος είχε για πολλά χρόνια υπομονετικά κουβαλήσει σακιά και σακιά στο μύλο. Τώρα που οι δυνάμεις του τον εγκατέλειπαν και ήταν όλο και πιο ανίκανος να κουβαλάει σανό, ο μυλωνάς σκέφτηκε να κάνει οικονομία. Ο Γάιδαρος όμως το κατάλαβε ότι ο άνεμος άλλαξε, το έσκασε και πήρε το δρόμο προς την Βρέμη. «Εκεί, μονολογούσε, θα μπορούσα τουλάχιστον να βρω μια θέση ως βιολοντσελίστας στην ορχήστρα του Δήμου».
Δεν είχε περπατήσει και πολύ, όταν βρήκε ένα Σκύλο ξαπλωμένο στο δρόμο, ένα κυνηγόσκυλο που ούρλιαζε λυπητερά, όπως ένα ζώο που έχει χρόνια εξαντληθεί να τρέχει και να κυνηγάει για το αφεντικό του.
«Μεγάλο Σκυλί, τι έχεις και γδέρνεις έτσι το λαρύγγι σου από το κλάμα;» Ρώτησε ο Γάιδαρος.
«Αλοίμονο, είπε το Σκυλί, επειδή είμαι γέρος και κάθε μέρα όλο και πιο αδύναμος και ανίκανος να πάω για κυνήγι, ο αφέντης μου δεν θέλει να με φροντίζει άλλο και θέλει να με τουφεκίσει, κι έτσι δραπέτευσα. Τώρα όμως πού θα βρίσκω να τρώω;»
«Ξέρεις, του είπε ο Γάιδαρος, θα πάω στην Βρέμη για να μπω στην ορχήστρα. Έλα μαζί μου και γίνε και συ μουσικός. Θα παίζω κιθάρα και συ θα χτυπάς το τύμπανο.»
Ο Σκύλος καταχάρηκε και συνέχισαν το ταξίδι τους.
Λίγο μετά, βρήκαν έναν Γάτο να κάθεται στον δρόμο, με την θλίψη ζωγραφισμένη στο μακρύ του πρόσωπο.
«Ε, λοιπόν, τι σου συμβαίνει, γερο- Γάτε;» ρώτησε ο Γάιδαρος.
«Μη γελάς, φοβάμαι για το τομάρι μου», είπε ο Γάτος. Καθώς γερνάω, τα δόντια μου έχουν φθαρεί, και θα προτιμούσα να γουργουρίζω δίπλα στη σόμπα, παρά να κυνηγάω ποντίκια. Και η κυρά μου θέλει να με πνίξει. Είναι αλήθεια ότι κατάφερα να το σκάσω, αλλά τι θα απογίνω τώρα;»
«Γιατί δεν έρχεσαι μαζί μας στη Βρέμη; Ξέρεις από νυχτερινή μουσική, μπορείς να έρθεις στην μπάντα του Δήμου όπως πάμε κι εμείς».
Ο Γάτος βρήκε την ιδέα εξαιρετική και τους ακολούθησε. Και οι τρεις αυτοεξόριστοί μας δεν άργησαν να περάσουν μπροστά από ένα κοτέτσι, στο πορτάκι του οποίου βρισκόταν σκαρφαλωμένος ένας Κόκορας, τσιρίζοντας με όλη του τη δύναμη.
«Τσιρίζεις και θα μας σπάσεις το τύμπανο των αυτιών μας», είπε ο Γάιδαρος. «Ποιο είναι λοιπόν το πρόβλημά σου;»
«Σημαίνω την ώρα. Αναγγέλλω κάθε χρόνο την Άνοιξη, όταν η Παναγία πλένει τις πάνες του Χριστού και τις απλώνει να στεγνώσουν…
Αλλά επειδή αύριο είναι Κυριακή και η κυρά μου έχει καλεσμένους στο σπίτι, διέταξε την μαγείρισσα, να με κάνει σούπα και να με σερβίρει στο δείπνο. Απόψε θα μου κόψουν το λαιμό… Έτσι κι εγώ, τραγουδάω με όλες τις δυνάμεις μου, για όσο ακόμη θα μπορώ».
«Θα έκανες πολύ καλύτερα αν ερχόσουν μαζί μας, Κοκκινολείρη! Πάμε στη Βρέμη, και ούτως ή άλλως, εκεί ή αλλού, θα είναι πάντα καλύτερα από το θάνατο. Έχεις μια περίφημη φωνή και η μουσική που θα κάνουμε όλοι μαζί δεν μπορεί παρά να γοητεύσει, σε διαβεβαιώ!»
Ο Κόκορας αποδέχθηκε την προσφορά και όλοι μαζί συνέχισαν το δρόμο τους.
Βέβαια δεν μπορούσαν να φτάσουν αυθημερόν στη Βρέμη. Έτσι, όταν βράδιασε σταμάτησαν σε ένα δάσος για να περάσουν τη νύχτα. Ο Γάιδαρος και το Σκυλί ξάπλωσαν κάτω από ένα μεγάλο δέντρο, ενώ ο Γάτος και ο Κόκορας βολεύτηκαν στα κλαδιά του.
Ο Κόκορας όμως, σκαρφάλωσε μέχρι την κορυφή του δέντρου για να είναι πιο ασφαλής εκεί.
Πριν αποκοιμηθεί, έριξε μια τελευταία ματιά γύρω-γύρω, και του φάνηκε πως είδε ένα μικρό φως να λάμπει στο βάθος. Φώναξε τους συντρόφους του και τους είπε ότι πρέπει να υπάρχει ένα σπίτι εκεί που είδε το φως.
«Στην περίπτωση αυτή, είπε ο Γάιδαρος, είναι καλύτερα να σηκωθούμε και να πάμε ως εκεί, γιατί αυτό εδώ το πανδοχείο είναι μάλλον άβολο!»
Ο Σκύλος, εν τω μεταξύ, είπε πως κάνα δυο κόκαλα με λίγο κρέας, δεν θα ήταν τόσο και τόσο άσκημα.
Οπότε προχώρησαν μέχρι το λίγο φως που έλαμπε εκεί πέρα, που μάλιστα το έβλεπαν μεγαλώνει καθώς πλησίαζαν. Έφτασαν πράγματι μπροστά σε ένα σπίτι, που ήταν γεμάτο Ληστές. Ο Γάιδαρος, σαν πιο μεγαλόσωμος, πλησίασε το παράθυρο για να κοιτάξει μέσα.
«Τι βλέπεις, γερο-Γκρίζε;» ρώτησε ο Κόκορας.
«Αυτό που βλέπω», είπε ο Γάιδαρος, «είναι ένα καλοστρωμένο τραπέζι με όλα όσα χρειαζόμαστε, καλό φαγητό, καλό ποτό, και Ληστές που έχουν στρωθεί του δίνουν και καταλαβαίνει!»
«Α! Αυτό είναι ό,τι μας χρειάζεται», είπε ο Κόκορας.
«Αχ» είπε ο Γάιδαρος, «αν μπορούσαμε μόνο να μπούμε μέσα!»
Τα ζώα συνεδρίασαν αναζητώντας τρόπο να διώξουν τους ληστές, και τελικά τον βρήκαν.
Ο Γάιδαρος θα στεκόταν στα πίσω πόδια του και θα έβαζε τα μπροστινά στο πρεβάζι. Ο Σκύλος θα ανέβαινε στην ράχη του Γαϊδάρου, ο Γάτος πάνω στον Σκύλο και ο Κόκορας, μ’ ένα φτερούγισμα στο κεφάλι του Γάτου. Η πυραμίδα στήθηκε στο λεπτό, κι όλοι μαζί άρχισαν, με το ένα-δύο-τρία, να κάνουν τη μουσική τους: το Γαϊδούρι γκάριζε, με όση την δύναμη είχαν οι πνεύμονές του, το Σκυλί γάβγιζε, ο Γάτος νιαούριζε, και ο Πετεινός πάνω-πάνω λαλούσε.
Στη συνέχεια, μπήκαν όλοι στο δωμάτιο από το παράθυρο κι άρχισαν να σπάνε τα τζάμια με πάταγο. Οι ληστές πήδηξαν έντρομοι από τον απίστευτο θόρυβο, πιστεύοντας ότι ήρθε ένα φάντασμα. Έφυγαν και έτρεξαν τρέμοντας να βρουν καταφύγιο στο δάσος.
Στη συνέχεια, οι τέσσερις σύντροφοι κάθισαν στο τραπέζι, με την άνεσή τους κι άρχισαν να τρώνε ό,τι απέμεινε. Έφαγαν τόσο, λες κι αύριο άρχιζε νηστεία για τέσσερις εβδομάδες.
Όταν τέσσερις μουσικοί μας είχαν τελειώσει, έσβησαν το φως και αναζήτησαν ο καθένας κάπου να κοιμηθεί, ανάλογα με το γούστο και τη φύση τους. Ο Γάιδαρος ξάπλωσε σε ένα σωρό κοπριάς, ο Σκύλος πίσω από την πόρτα, ο Γάτος στο τζάκι κοντά στις ζεστές στάχτες, και ο Κόκορας σε ένα δοκάρι του σκελετού του ξύλινου σπιτιού.
Κουρασμένοι από το μακρύ δρόμο που είχαν κάνει, αποκοιμήθηκαν αμέσως. Είχαν περάσει μεσάνυχτα, και οι Ληστές στο δάσος, είδαν ότι δεν υπήρχε πια φως στο σπίτι, κι όλα έδειχναν ήσυχα. Ο Αρχιληστής είπε:
«Κακώς τρομοκρατηθήκαμε με το τίποτα και αφήσαμε το φαϊ τόσο γρήγορα!»
Διέταξε έναν από τους άντρες του να δει τι ακριβώς συνέβαινε στο σπίτι. Βλέποντας ότι όλα ήταν ήσυχα, ο Ληστής που πήγε να επιθεωρήσει, μπήκε στην κουζίνα για να ανάψει ένα κερί. Πλησιάζοντας στο τζάκι, πήρε τα λαμπερά μάτια του γάτου για αναμμένα κάρβουνα και προσπάθησε να ανάψει ένα σπίρτο.
Ο Γάτος, που δεν βρήκε το αστείο και τόσο του γούστου του, του όρμηξε στη μούρη, μπήγοντάς του όλα τα νύχια του και κάνοντας «χου» με οργή. Τρομαγμένος και φοβισμένος, ο Ληστής γύρισε και προσπάθησε να σαλτάρει μέχρι την πόρτα για να ξεφύγει, αλλά ο Σκύλος, που ήταν ως τότε ξαπλωμένος εκεί, πήδηξε πάνω του και του δάγκωσε το πόδι.
Μόλις ο Ληστής κατάφερε να βγει και θέλησε να διασχίσει την αυλή, πέρασε κοντά από την κοπριά και άρπαξε μια γερή κλωτσιά στον κώλο, ενώ ο Κόκορας, ξύπνησε από τον θόρυβο, πέταξε από το δοκάρι του κι έβγαλε ένα δυνατό Κοκορίκοοοοοοοοοοο….
Με όση ταχύτητα μπορούσε να γυρέψει από τα πόδια του, ο Ληστής έτρεξε προς τον Αρχιληστή και του είπε:
«Είναι στο σπίτι μια φοβερή μάγισσα που σφύριξε κατά πάνω μου και μου ξέσκισε τη μούρη με τα γαμψά της δάχτυλα. Στην πόρτα στεκόταν ένας άνδρας οπλισμένος με μαχαίρι και μου έριξε μια μαχαιριά στο πόδι. Έξω, στην αυλή, υπήρχε ένα μαύρο τέρας που μου έριξε μια κλωτσιά, και στην κορυφή της οροφής, ένας δικαστής ο οποίος φώναξε:
«Φέρτε μου τον Κακό!».
Έπρεπε να φτάσουν τα πόδια μου στην πλάτη για μπορέσω να τους ξεφύγω».
Από τότε, οι Ληστές δεν τόλμησαν πια να πάνε στο σπίτι, όπου έμεναν οι τέσσερις μουσικοί της ορχήστρας του Δήμου της Βρέμης.
Κι αυτοί έμειναν εκεί για πάντα και δεν χρειάστηκε να πάνε παραπέρα.
Και ζήσαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα.
"Οι Μουσικοί της Βρέμης" είναι ένα γερμανικό παραμύθι των αδελφών Grim
(German: Die Bremer Stadtmusikanten).
(wikipedia)
Το μπρούτζινο άγαλμα τουGerhard Marcks που δείχνει τους μουσικούς του Δήμου της Βρέμης και βρίσκεται στη Βρέμη στη Γερμανία. Το άγαλμα έγινε το 1953. Τα μπροστινά πόδια του γαϊδάρου έχουν γυαλίσει από το πιάσε-πιάσε, που λέγεται ότι φέρνει τύχη.
Bρέμη (Γερμανία)
PHOTOS by
photo credit: kadege59 <a href="http://www.flickr.com/photos/45703960@N07/14362457911">Stadtmusikanten</a> via <a href="http://photopin.com">photopin</a> <a href="https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/2.0/">(license)</a>
FLIRCK
Kathie McMillan
Verunsckha
Susan Tooker
Dante DeStefano
YulinZhou
No comments:
Post a Comment
Note: Only a member of this blog may post a comment.