Sofianna's Paidousi Author Official Site

Sunday, July 30, 2017

Ο Πρίγκιπας - βάτραχος


Μία φορά και έναν καιρό ζούσε σε μία μακρινή χώρα ένας καλόκαρδος βασιλιάς που είχε έξι όμορφες κόρες. Όλες ήταν όμορφες όμως η μικρότερη ήταν τόσο μα τόσο όμορφη ακόμα και ο ήλιος μαγευόταν από την ομορφιά της. Η μικρή πριγκίπισσα περνούσε το χρόνο της ξένοιαστα παίζοντας στον κήπο του παλατιού. Ο πατέρας της της είχε δώσει μία μικρή χρυσή μπάλα και με αυτή της άρεσε να παίζει καθισμένη δίπλα στη λιμνούλα του κήπου. Πετούσε την αγαπημένη της μπάλα ψηλά στον ουρανό και έπειτα την έπιανε ξανά. 

 Μία μέρα όμως η χρήση της μπάλα γλιστρήσει από τα χέρια της και έπεσε μέσα στη λίμνη. Βλέποντας τον αγαπημένο της παιχνίδι να βυθίζεται στα γαλανά νερά, η κοπέλα άρχισε να κλαίει απαρηγόρητη. Ξαφνικά άκουσε μία φωνή να της λέει 


«Γιατί κλαις όμορφη μικρή μου πριγκίπισσα;» Η μικρή γύρισε το κεφάλι αναζητώντας τη φωνή που άκουσε και έκπληκτη είδε πως αυτός που της μιλούσε δεν ήταν παρά ένας άσχημος βάτραχος! 
«Μη στεναχωριέσαι για την μπάλα σου.» Συνέχισε εκείνος. «Μπορώ να στη φέρω εγώ πίσω όμως κάτι πρέπει να μου δώσεις και εσύ σαν αντάλλαγμα.» 
Η μικρή αμέσως απάντησε «Ότι θέλεις… τα ρούχα μου και τα κοσμήματά μου και ακόμα και το χρυσό μου στέμμα!»
«Τι να τα κάνει τα ρούχα και τα κοσμήματα ένας βάτραχος; Υπόσχεσου ότι θα με αγαπάς και θα με αφήνεις να τρώω από το πιάτο σου, να πίνω από το ποτήρι σου και να κοιμάμαι στο κρεβάτι σου. Έτσι θα σου φέρω την μπάλα σου.» Της είπε ο βάτραχος. 

Η μικρή Πριγκίπισσα χωρίς δισταγμό και χωρίς να το σκεφτεί απάντησε γρήγορα «Στο υπόσχομαι.» 
Ο βάτραχος βούτηξε στη λίμνη και σε πολύ λίγη ώρα έπιασε και έφερε στην κοπέλα την ολόχρυση της μπάλα. Μόλις η πριγκίπισσα πήρε στα χέρια της το αγαπημένο της παιχνίδι, άρχισε να τρέχει γρήγορα προς το παλάτι. 
«Περίμενε κι εμένα… Εγώ δεν μπορώ να τρέξω τόσο γρήγορα!» Φώναξε ο βάτραχος. 
Εκείνη όχι μόνο δεν σταμάτησε, αλλά δεν έδωσε καμία σημασία στις φωνές του. Μπήκε γρήγορα στο παλάτι και αμέσως ξέχασε και τον καημένο τον βάτραχο και την υπόσχεσή της. 

Μια ημέρα, ενώ η πριγκίπισσα πήγαινε για φαγητό με τον πατέρα της και τους αυλικούς του παλατιού, ακούστηκε ένας χτύπος στην πόρτα και αμέσως μετά μία φωνή που έλεγε «Άνοιξε μου γλυκιά μου πριγκίπισσα!» Η κοπέλα έντρομη κοίταξε προς την πόρτα έτρεξε γρήγορα προς τα εκεί, πριν προλάβει κανείς άλλος άνοιξε και έκπληκτη είδε μπροστά της το βάτραχο ξανάκλεισε την πόρτα γρήγορα και έτρεξε με πανικό να καθίσει στη θέση της, ανήσυχη. 
Ο βασιλιάς κατάλαβα αμέσως ότι κάτι συνέβαινε και ρώτησε την κόρη του «Τι συμβαίνει μικρή μου; Γιατί έχεις αυτό το φοβισμένο ύφος; Μήπως στέκεται κάποιος γίγαντας στην πόρτα που θέλει να σε αρπάξει;» 
«Όχι πατέρα δεν είναι γίγαντας, αλλά ένας απαίσιος βάτραχος…» Απάντησε με τρεμάμενη φωνή.
«Και τι θέλει ένας βάτραχος εδώ από σένα;» Ρώτησε ο βασιλιάς πάλι.  
«Αχ πατερούλη μου, χθες εκεί που έπαιζα κοντά στη λιμνούλα μου έπεσε η αγαπημένη μου μπάλα στο νερό.  Αυτός ο βάτραχος λοιπόν με είδε που έκλαιγα και μου την ξανάφερε. Αλλά του είχα υποσχεθεί πως θα είμαι καλή μαζί του και τώρα αυτός θέλει να μπει μέσα και να φάει μαζί μου.» Είπε η πριγκίπισσα με δάκρυα στα μάτια. 
«Πρέπει πάντα να κρατάμε τις υποσχέσεις που δίνουμε μικρή μου.» Τη μάλωσε ο βασιλιάς. «Πήγαινε τώρα να ανοίξεις το βάτραχο και να τηρήσεις ότι του υποσχέθηκες!» Η καημένη η κοπέλα υπάκουσε στον πατέρα της και άνοιξε την πόρτα. Τότε βάτραχος μπήκε μέσα και με ένα πήδημα κάθισε στην καρέκλα της πριγκίπισσας έπειτα πήδηξε πάνω στο τραπέζι και της είπε να πλησιάσει το πιάτο της κοντά του έτσι ώστε να φάνε μαζί. Αφού έφαγαν και ήπιαν, ο βάτραχος είπε στην πριγκίπισσα «Είμαι κουρασμένος και θέλω να κοιμηθώ, πήγαινε να μου στρώσεις το κρεβάτι σου για να ξαπλώσω.» Η δύστυχη κοπέλα έβαλε τα κλάματα, ο βάτραχος ήταν τόσο άσχημος που δεν μπορούσε ούτε να τον βλέπει.
Όμως ο βασιλιάς της είπε με αυστηρό ύφος «Δεν πρέπει να περιφρονείς αυτόν που σε βοήθησε όταν είχες ανάγκη και ας πρόσεχες τι υποσχέσεις θα του δίνεις, αν δεν θέλεις να νιώθεις άσχημα μετά. Πήγαινε τώρα το βάτραχο στο δωμάτιό σου!»  
Η πριγκίπισσα υπάκουσε πάλι πηγαίνοντας τον βάτραχο στο δωμάτιο και βάζοντάς τον στο κρεβάτι της να κοιμηθεί. Έπειτα έβαλε μαξιλάρια στον πάγκο που βρίσκονται στα πόδια του κρεβατιού της και προσπάθησε να κοιμηθεί εκεί κάτω. Η κακομοίρα πέρασε μία μικρή μαρτυρική νύχτα προσπαθώντας να βολευτεί στο σκληρό πάγκο.  Όλη τη νύχτα σκεφτόταν ότι τουλάχιστον τήρησε έστω και αναγκαστικά την υπόσχεση που είχε δώσει. Μα σαν ξύπνησε το άλλο πρωί,  αποφασισμένη να ανεχτεί και να περιποιηθεί τον άσχημο βάτραχο βρέθηκε μπροστά σε μία μεγάλη έκπληξη. Στο κρεβάτι δεν βρισκόταν ένας κακάσχημος  βάτραχος, αλλά ένας πανέμορφος νέος με ολόξανθα μαλλιά και γαλανά μάτια που την κοιτούσαν με ευγνωμοσύνη.


Αργότερα εξήγησε σε κείνην και το βασιλιά ότι  «Είμαι πρίγκιπας, μία κακιά μάγισσα με είχε καταραστεί και είχα μεταμορφωθεί σε έναν απαίσιο βάτραχο! Μονάχα αν μία πριγκίπισσα μου φερόταν φιλικά και με άφηνε να μοιραστώ το φαγητό της και να κοιμηθώ στο κρεβάτι θα λύνονταν τα μάγια. Σε ευχαριστώ πολύ!» 
Η πριγκίπισσα και ο πρίγκιπας ερωτεύτηκαν με την πρώτη ματιά! Λίγες μέρες αργότερα παντρεύτηκαν και έζησαν ευτυχισμένοι μαζί για πολλά πολλά χρόνια. Αυτή είναι η ιστορία  ενός βατράχου που έγινε πρίγκιπας.




Η ιστορία Ο Πρίγκιπας Βάτραχος ή ο Σιδερένιος Χανς (γερμανικά: Der Froschkönig oder der Eiserne Heinrich) είναι παραμύθι γερμανικής] προέλευσης, και η πρώτη ιστορία στην συλλογή παραμυθιών των αδερφών Γκριμ, Kinder-und Hausmärchen.
(wikipedia)


No comments:

Post a Comment

Note: Only a member of this blog may post a comment.


Follow me on Social Media


Send us your CV: fairytalesbysofianna@gmail.com

Subscribe to our mailing list

* indicates required