Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν ένα πριγκιπόπουλο που παντρεύτηκε μια πανέμορφη πριγκιποπούλα. Δεν πρόλαβες όμως εκείνος να χαρεί την ομορφιά της, ν' ακούσει τα γλυκόλογα της κι ήρθ' ο καιρός να χωριστούνε, να φύγει αυτός για δρόμους μακρινούς και ν' αφήσει την αγαπημένη του σε ξένα χέρια. Έτσι είναι... Δεν είναι η ζωή όλο χαρές κι αγκαλιές...
Η πριγκιποπούλα έκλαιγε με μαύρο δάκρυ. Μα το πριγκιπόπουλο την παρηγορούσε και τη συμβούλευε να μη βγαίνει απ' τα δώματα, να μην πιάνει κουβέντα με τον καθένα, να μην κάνει παρέα με κακούς, να μην ακούει λόγια πλάνα. Η πριγκιποπούλα του υποσχέθηκε πως θα κάνει κατά γράμμα ό,τι της είχε πει. Κι έφυγε το πριγκιπόπουλο και κλείστηκε εκείνη στη μοναξιά της. Ούτε έβγαινε, ούτε άκουγε, ούτε έβλεπε κανέναν.
Πόσος καιρός να πέρασε; Λίγος, πολύς, ποιός ξέρει; Κόντευε σχεδόν ο γυρισμός του πρίγκιπα, όταν φανερώθηκε μπροστά της ξαφνικά, στο σπιτικό της, μια γυναίκα σεμνή και γλυκιά στην όψη. Πού να 'ξερε πως ήταν η κακιά μάγισσα, που 'χε βάλει στο νου της να την καταστρέψει!
Και άρχισε να της πιπιλίζει το μυαλό και να της λέει:
«Γιατί να σε τρώει η μοναξιά κι η βαριεστιμάρα; Έβγα λιγάκι να χαρείς τη μέρα του Θεού, άντε στον κήπο η ψυχή σου να ξεσκάσει, το μυαλουδάκι σου ν' αγαλλιάσει!»
«Όχι κι όχι!» Αρνιότανε η πριγκιποπούλα. Αλλά στο τέλος - τέλος σκέφτηκε πως δεν είναι και τόσο μεγάλο το κρίμα να κάνει έναν περίπατο στον κήπο. Και πήγε.
Στον κήπο έτρεχε από μια πηγή άφθονο και κρυστάλλινο νεράκι.
«Ε, τι;» Της έλεγε η μάγισσα. «Η μέρα είναι ζεστή, ο ήλιος καίει και το νεράκι νάμα δροσερό. Δεν μπαίνεις να κάνεις ένα μπανάκι;»
«Όχι, όχι, δε θέλω!» Έλεγε η πριγκιποπούλα μα μέσα της σκεφτότανε: «Δεν είναι και κανένα μεγάλο κρίμα να λουστώ λιγάκι». Έβγαλε το φόρεμα της και πήδηξε στο ρυάκι.
Αυτό περίμενε κι η μάγισσα. Της δίνει μια στην πλάτη και λέει τα μάγια της: «Κολύμπα κολύμπα, άσπρη πάπια!» Και να! Η πριγκιποπούλα μεταμορφώθηκε σε λευκή πάπια κι άρχισε να πλέει κατά το ρέμα του νερού.
Δεν χάνει καιρό η μάγισσα, παίρνει τη μορφή της, ντύνεται με τα φορέματα της, στολίζεται με τα κοσμήματα της, μπαίνει στο σπίτι και περίμενε το γυρισμό του πρίγκιπα.
Μόλις ακούστηκαν τα σκυλιά να γαυγίζουνε, τα κουδουνάκια από τα άτια να κουδουνίζουνε, έτρεξε η μάγισσα να προϋπαντήσει τον πρίγκιπα. Έπεσε στην αγκαλιά του και του μιλούσε και τον γλυκοφιλούσε. Κι αυτός, καταχαρούμενος, την πήρε στην αγκαλιά του, χωρίς να καταλάβει την αλλαγή.
Στο μεταξύ η άσπρη πάπια γέννησε τρία αυγά, απ' όπου βγήκαν τρία αγόρια. Τα δυο γερά, κατάγερα, το τρίτο αδυνατούλικο. Κι εκείνη τα μεγάλωσε κι άρχισαν να πηγαίνουν στο ποταμάκι, να ψαρεύουν χρυσά ψαράκια, να μαζεύουν κουρελάκια για να φτιάξουν ρουχαλάκια και να βγουν στις όχθες, στα βοτσαλάκια.
«Αχ, μην πάτε εκεί, παιδιά μου!» Τους έλεγε η μάνα τους.
Αυτά δεν την ακούγανε. Τη μια στο μώλο βγήκανε, την άλλη στο χορτάρι πάτησαν, κι όλο και πιο πολύ ξεμάκρυναν, ώσπου το τρίτο βράδυ τους βρήκε στην αυλή του πρίγκιπα.
Τα 'δε η μάγισσα, κατάλαβε ποια είναι, μα έσφιξε τα δόντια της και δεν άφησε τίποτα να φανεί. Στο σπίτι τα προσκάλεσε, τα 'βαλε να φαν να πιουν και να γλυκοκοιμηθούν κι ύστερα εκείνη διάταξε τους υπηρέτες ν' ανάψουνε τρανή φωτιά, να 'τοιμάσουν τα καζάνια, να ακονίσουν τα μαχαίρια.
Τα δυο μεγάλα αδέλφια κοιμηθήκανε ώσπου να πεις κύμινο, το αδυνατούλι, όμως, ήθελε τη μάνα του να το ζεστάνει και δεν το 'παίρνε ο ύπνος. Όλα τα 'δε κι όλα τ' άκουσε.
Τα μεσάνυχτα έρχεται η μάγισσα μπροστά στην πόρτα τους και ρωτάει:
«Κοιμόσαστε αγοράκια;»
Κι ο αδυνατούλης αποκρίθηκε:
«Κοιμόμαστε δεν κοιμόμαστε, και με το νου σκεφτόμαστε,
πως θέλουν να μας βράσουνε, βατομουριές εκάψανε
φωτιά μεγάλη ανάψανε, τα καζάνια καθαρίζουν, τα μαχαίρια ακονίζουν!»
"Δεν κοιμήθηκαν ακόμη."Είπε μέσα της η μάγισσα κι έφυγε. Και πρέπει τώρα να πούμε πως είχε ένα χέρι μαγικό, θανατερό, που όποιον άγγιζε στον ύπνο του ποτέ δε θα ξυπνούσε. Κι η μάγισσα ξαναγύρισε και την πόρτα χτύπησε:
«Κοιμόσαστε αγοράκια;»
Κι αποκρίνεται ο αδυνατούλης με τα ίδια λόγια.
Σκέφτεται η μάγισσα και λέει: «Παράξενο, μόνο μια φωνή ακούγεται και πάντα η ίδια!». Μισανοίγει την πόρτα σιγά-σιγά και τα 'δε να κοιμούνται του καλού καιρού. Τ' άγγιξε με το θανατερό της χέρι και, να τα, κοιμήθηκαν τον αιώνιο!
Σαν ξημέρωσε φωνάζει η άσπρη πάπια τα παιδιά της, μα εκείνα πουθενά. Πετάρισε η καρδιά της από τη λαχτάρα, πέταξε και η ίδια στην αυλή του πρίγκιπα και βλέπει τ' αγόρια της το 'να δίπλα στ' άλλο ξαπλωμένα, άσπρα σαν το σεντόνι, κρύα σαν το χιόνι. Τρέχει κοντά τους, απλώνει τα φτερά της τα σκεπάζει, με της μάνας τη φωνή τους μιλάει και μοιρολογάει:
«Μακ, μακ, αγοράκια μου,
μακ, μακ, περιστεράκια μου!
Με κόπο σας ανάθρεψα
με δάκρυα σας πότισα,
τον ύπνο δεν εχόρτασα,
μια μέρα δεν ξαπόστασα!»
«Ακούς, γυναίκα, τ' ανήκουστα;» Λέει ο πρίγκιπας. «Μ' ανθρώπινη φωνή μιλάει η πάπια!»
«Α, μπα, σου φάνηκε!» Εκείνη τ' αποκρίνεται. «Μόνο βάλε να τη διώξουνε αυτή την άσπρη πάπια απ' την αυλή μας.»
Τη διώξανε, μα εκείνη ξαναγύρισε στα παιδιά της.
«Μακ, μακ, αγοράκια μου,
μακ, μακ, περιστεράκια μου!
Σας έστειλε θανατικό
μάγισσα φίδι κολοβό
μου πήρε τον αντρούλη
κι εσάς τον πατερούλη
μας ρίχνει στο ποτάμι
παπάκια να μας κάμει
κι αυτή ζει, που να μη ζει,
χαρισάμενη ζωή!»
«Για στάσου, για στάσου…» Σκέφτηκε ο πρίγκιπας, και φώναξε:
«Πιάστε μου αμέσως την άσπρη πάπια.»
Όρμησαν να την πιάσουνε, μα πού! Κανέναν δεν άφηνε να την πιάσει και μόνο όταν βγήκε πρίγκιπας πήγε μονάχη της και κούρνιασε η παπίτσα στα χέρια του. Ο πρίγκιπας την έπιασε απ' τα λευκά φτερά της, μα η μάγισσα πρόλαβε και τη μεταμόρφωσε σε αδράχτι. Δεν ήθελε και πολύ να καταλάβει το πριγκιπόπουλο. Σπάει στα δυο τ' αδράχτι, πετάει το ένα κομμάτι πίσω, το άλλο μπροστά του και ξορκίζει: «Πίσω μου άσπρη σημύδα, μπρος μου ωραία κοπελιά!»
Δεν απόσωσε τα λόγια του και πίσω του φυτρώνει μια άσπρη σημύδα και μπρος του στέκει μια πανώρια κοπελιά. Και αναγνώρισε αμέσως τη γυναίκα του, την αγκάλιασε κι εκείνη του διηγήθηκε τα παθήματα της. Και βάλθηκαν να σκέφτονται και να ξανασκέφτονται τι να κάνουν για ξαναδώσουν ζωή στα παιδιά τους.
Πιάσανε μια κουρούνα, της δέσανε δυο παγούρια κάτω από τα φτερά της και τη στείλανε να βάλει στο 'να νερό της Ζωής και στ' άλλο το νερό της Λαλιάς. Πέταξε αστραπή η κουρούνα και γύρισε με τα νερά. Κατάβρεξαν τ' αγόρια με το νερό της Ζωής και ζωντάνεψαν, ύστερα με το νερό της Λαλιάς και μίλησαν. Έτσι έγινε και βρέθηκε ξαφνικά το πριγκιπόπουλο μ' ολάκερη φαμίλια κι όλοι στο δίκιο ζήσαν και γεράσανε και τα καλά θυμόντουσαν και τα κακά ξεχάσανε...
Κι όσο για τη μάγισσα τη δέσανε από δυο αλόγατα που τη σύρανε στον απέραντο κάμπο. Κι όπου βρέθηκε το πόδι της, φάνηκε μια μασιά, κι όπου βρέθηκε το χέρι της, ξεπετάχτηκε μια τσουγκράνα, κι όπου βρέθηκε το κεφάλι της, να σου, ένα κούτσουρο! Ήρθαν τα όρνια, φάγανε το κρέας, ήρθανε οι αγέρηδες, σκορπίσανε τα κόκαλα της. Κι ούτε χνάρι, ούτε θύμηση απόμεινε από δαύτη...
Fairytale by Project Gutenberg: www.gutenberg.org/ebooks/11
The White Duck (Russian: Белая уточка) is a Russian fairy tale collected by Alexander Afanasyev in Narodnye russkie skazki. Andrew Lang included it in The Yellow Fairy Book.
(Wikipedia)
PHOTOS BY:
FLICKR
Internet Archive Bookimage's photostream
Kathleen Jennings
Elenavataga
Adolfo Arranz
Patrick Shusta
Jenine
No comments:
Post a Comment
Note: Only a member of this blog may post a comment.