Mια φορά κι έναν καιρό ζούσε σ'ένα μακρινό βασίλειο ένας όμορφος πρίγκιπας με τη μητέρα του τη βασίλισσα. Είχε φτάσει πια ο καιρός να παντρευτεί αλλά εκείνος ήθελε μόνο μια αληθινή πριγκίπισσα για γυναίκα του.
Έψαχνε παντού αλλά καμιά από τις κοπέλες που συναντούσε δεν ήταν πραγματική πριγκίπισσα. Ένα βράδυ μια απαίσια καταιγίδα είχε ξεσπάσει...
Όλοι στο παλάτι είχαν κουκουλωθεί κάτω από τα κρεβάτια τους και άκουγαν τα μπουμπουνητά και έβλεπαν τις αστραπές από τα παράθυρα τους. Ο πρίγκιπας ετοιμαζόταν να πάει για ύπνο όταν άκουσε χτυπήματα στην πόρτα του παλατιού.
«Ποίος να γυρίζει έξω μια τόσο βροχερή νύχτα;» Σκέφτηκε και πήγε να ανοίξει την πόρτα.
Μπροστά του παρουσιάστηκε μια πανέμορφη πριγκίπισσα, αλλά φαντάζεστε σε τι κατάσταση. Ήταν μούσκεμα, το νερό έτρεχε από τα ρούχα της και τα γοβάκια της ήταν μες τις λάσπες...
«Είμαι μια-αψιού! - πραγματική πριγκίπισσα και χάθηκα-αψιού! - στην καταιγίδα!»
Την έβαλαν μέσα, της έδωσαν ζεστά ρούχα και η πριγκίπισσα τους είπε την ιστορία της. Πως είχε χαθεί στο δάσος όταν άρχισε η καταιγίδα και πως ήταν μια στ' αλήθεια μια πραγματική πριγκίπισσα.
«Αυτό θα το δούμε»,
είπε η βασίλισσα και πήγε να ετοιμάσει το δωμάτιο της κοπέλας. Έβαλε στο κρεβάτι της είκοσι στρώματα και από πάνω αλλά είκοσι πουπουλένια. Της έβαλε και δέκα μαξιλάρια και μεταξωτά σεντόνια. Αλλά κάτω από τα στρώματα έβαλε ένα μικρό μπιζέλι!
Όταν η πριγκίπισσα πήγε να ξαπλώσει το κρεβάτι ήταν τόσο ψηλό που χρειαζόταν σκάλα για να ανέβει!
«Έβαλα όλα αυτά τα στρώματα για να αισθάνεσαι πιο άνετα»,
της είπε η βασίλισσα και την καληνύχτισε. Το επόμενο πρωί η βασίλισσα τη ρώτησε πως κοιμήθηκε. Η πριγκίπισσα δίστασε για λίγο αλλά της απάντησε με ειλικρίνεια.
«Το δωμάτιο μου ήταν πολύ όμορφο,τα σεντόνια πολύ απαλά και τα μαξιλάρια πολύ αφράτα. Αλλά... το κρεβάτι ήταν πολύ σκληρό. Ένιωθα σαν να κοιμόμουν πάνω σε πέτρες. Όλο το βράδυ δεν κατάφερα να κοιμηθώ και σήμερα το πρωί ήμουν γεμάτη μελανιές. Πέρασα μια πολύ άσχημη νύχτα...»
Τότε η βασίλισσα και ο πρίγκιπας κατάλαβαν πως η κοπέλα ήταν μια αληθινή πριγκίπισσα.
Μόνο μια αληθινή πριγκίπισσα θα μπορούσε να είναι τόσο ευαίσθητη ώστε να ενοχληθεί από ένα τόσο δα μπιζέλι κάτω από είκοσι στρώματα και άλλα τόσα πουπουλένια.
Κι ο πρίγκιπας αποφάσισε να την παντρευτεί όχι μόνο γιατί ήταν μια πραγματική πριγκίπισσα αλλά και γιατί την είχε ερωτευτεί από την πρώτη στιγμή που την είδε στην πόρτα του και εκείνη το ίδιο.
Ο γάμος τους γιορτάστηκε με χαρές και πανηγύρια και κράτησε 3 μέρες και 3 νύχτες.
Και αν ταξιδέψετε ποτέ κι αποφασίσετε να πάτε στο παλάτι του πρίγκιπα ζητήστε να δείτε την κρεβατοκάμαρα της πριγκίπισσας. Εκεί ακόμη και σήμερα βρίσκεται πάνω σε ένα πουπουλένιο μαξιλάρι το μικρό μπιζέλι!
Ο Χανς Κρίστιαν Άντερσεν (Hans Christian Andersen, 2 Απριλίου 1805 - 4 Αυγούστου 1875) ήταν Δανός λογοτέχνης, συγγραφέας παραμυθιών.
Γεννήθηκε στις 2 Απριλίου 1805 στο Όντενσε, στο νησί Φιονία της Δανίας. Ο πατέρας του ξέπεσε και δούλευε τσαγκάρης, για να ζήσει την οικογένειά του. Αλλά, μην μπορώντας να αντέξει στη φτώχεια, πέθανε πολύ νέος, αφήνοντας το γιο του το Χανς ορφανό, με τη μητέρα του για μόνο στήριγμα.
Ο Χανς ήταν ένα περίεργο παιδί με εξαιρετική φαντασία. Πολλές φορές τον έβλεπαν να περπατά στο δρόμο σαν ονειροπαρμένος και το μυαλό του δεν το είχε πουθενά αλλού, παρά μόνο στα ποιήματα και στο διάβασμα. Προσπάθησε άδικα να μάθει την τέχνη του πατέρα του. Όταν τέλειωσε το σχολείο των άπορων παιδιών, μπήκε σε ένα ραφτάδικο, για να μάθει την τέχνη, αλλά ούτε και εκεί τα κατάφερε. Το ενδιαφέρον του κέρδισε το θέατρο, όπου αποστήθιζε ολόκληρες σκηνές από τα έργα που έβλεπε. Όταν ήταν με τους φίλους του, του άρεσε να απαγγέλλει και να τραγουδά. Ήταν δεκατεσσάρων χρονών, όταν, κυνηγώντας μια καλύτερη τύχη, έφθασε στην Κοπεγχάγη, με μόνη του περιουσία 30 φράγκα με σκοπό να γίνει ηθοποιός. Έδωσε εξετάσεις στη Βασιλική Σχολή θεάτρου, αλλά ήταν τόσο άσχημος και αδύνατος, που δεν τον δέχτηκαν.
Επειδή είχε ωραία φωνή, άρχισε να σπουδάζει μουσική, αλλά αρρώστησε ξαφνικά και έχασε τη φωνή του. Έτσι, το μόνο ταλέντο που του έμεινε ήταν το ταλέντο της ποίησης. Οι στίχοι του άρεσαν και βρήκε έναν προστάτη, τον Κέλλαν, που τον έστειλε στο πανεπιστήμιο, όπου κέρδισε μια βασιλική επιχορήγηση. Το 1827 δημοσίευσε ποιήματά του και έπειτα εξέδωσε μια σειρά έργων που του εξασφάλισαν την παγκόσμια δόξα.
Αφού εξέδωσε αρκετά βιβλία, άρχισε τα ταξίδια του. Γύρισε τη Γερμανία, τη Γαλλία, την Αγγλία, την Ελλάδα, την Ιταλία, την Τουρκία και ταξίδεψε στην Ανατολή. Απόκτησε μεγάλη δόξα και η μεγαλύτερη ευτυχία του ήταν η υποδοχή που του έκανε η ιδιαίτερη πατρίδα του, το Όντενσε, που τον κάλεσε στα 1867. Πέθανε στις 4 Αυγούστου 1875 στην Κοπεγχάγη.
No comments:
Post a Comment
Note: Only a member of this blog may post a comment.