Wednesday, April 25, 2018

Η Γαρυφαλιά (Κυπριακό παραμύθι)








Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν ένα φτωχό ανδρόγυνο. Δουλεύοντας από κει, δουλεύοντας από δω, τα βόλευαν με το ψωμί, με τις ελιές και με τις προσευχές. Έκαμαν κι ένα κορίτσι που το ονομάτησαν Καλομοίρα, ίσως αλλάξει, λέγανε, τη μοίρα τους. Μα όσο την εφώναζαν Καλομοίρα, κακομοίρα εγινότανε. Χαΐρι δεν έβλεπε και προκοπή δε θωρούσε. Χρυσό έπιανε, κάρβουνο γινότανε. Τεμπέλα ήτανε κι ακουμάνταρη. Ολοένα με τα λουλούδια μιλούσε και με τα πουλιά τραγουδούσε. Άλλο τίποτα, μήτε δουλειά, μήτε μιλιά. 
Μια μέρα, ένα πουλάκι την επερίπεζε μ’ αυτό το τραγούδι.
Καλομοίρα, καλομοίρα 
τα καλά σου σου τα πήραν.
Κακομοίρα, κακομοίρα 
δούλεψε να βρείς τη μοίρα

Η κοπέλα άκουσε παραξενεμένη το τραγούδι και της άρεσε, μα δεν καταλάβαινε τι ήθελε να πει το πουλάκι. Μια μέρα η νούννα της, της εχάρισε μια γαρυφαλιά, μιας και αγαπούσε τόσο τα λουλούδια. Την εφύτεψε σε μιαν όμορφη γλάστρα και της είχε μεγάλη αγάπη αυτής της γαρυφαλιάς. Τόσο πολύ την αγάπαγε, που κανείς πλέον δεν τη φώναζε Καλομοίρα, μα Γαρουφαλιά. Την πότιζε λοιπόν και της μιλούσε, την ντάντευε και της τραγουδούσε. Και κάθε μέρα την ρωτούσε: 
- Γαρυφαλιά μου πράσινη, πότε θα κοκκινίσεις; 
Απ’ τα πολλά γλυκόλογα κι απ’ τις πολλές αγάπες, μια μέρα, έσκασε ένα μπουμπουκάκι κόκκινο- κόκκινο σαν τη φωτιά. Την άλλη μέρα τινάχτηκε άλλο και την παράλλη άλλο.
Κι έγινε η γαρυφαλιά μας ολόπλουμη, λουλουδιασμένη, χαρά σου να τη βλέπεις!

Η Καλομοίρα, που μετονομάσθηκε Γαρυφαλιά, ήταν όλο χαρές κι όλο τραγούδια κι όλο καθόταν στο παραθύρι της κι καμάρωνε τη γαρυφαλιά της.
 Ένα πρωινό στο παράθυρό της κάθησε εκείνο το πουλάκι και την επείπαιζε πάλι:
 Καλομοίρα, καλομοίρα 
τα καλά σου σου τα πήραν. 
Κακόμοιρα, κακομοίρα 
δούλεψε να βρείς τη μοίρα.
Της άρεσε το τραγούδι και το πουλάκι της το λεγε ξανά και ξανά. Απ’ τα πολλά που τ’ άκουσε σκέφτηκε: 
-Δίκιο έχει το πουλί, να κάμω και καμιά δουλειά. Μα τι να κάμω, τι να κάμω... Της ήρθε μια ιδέα. 
-Να κόψω ένα γαρύφαλο, να κάμω φρουκαλίτσα.
Έκοψε λοιπόν ένα μεγάλο γαρύφαλο κ έφτιαξε μια φρουκαλίτσα, μια όμορφη μικρή σκούπα. Πρώτη φορά έγινε τέτοιου είδους σκούπα. Την κοίταζε με καμάρι και σκεφτότανε. Τι να φρουκαλώ..., τι να φρουκαλώ..., 
– Να φρουκαλώ τη θάλασσα να ρέσσουν τα καΐκια. 
Ενθουσιασμένη τότε με την ιδέα, έτρεξε στο γιαλό κι έπιασε δουλειά. Μ’ εκείνη την όμορφη φρουκαλίτσα εφρουκαλούσε τη θάλασσα.
 Φρουκάλιζε, φρουκάλιζε, με κέφι, με σπουδή. Με αγάπη για τη φρουκαλίτσα και για τη θάλασσα και για τα καΐκια. Κι ημέρευε η θάλασσα μ’ εκείνη τη σκουπίτσα, μ’ εκείνη την αγάπη της κοπέλας κι ερέσσαν τα καΐκια μια χαρά. Θάλασσα είναι όμως κι αναπαμό δεν έχει. Όσο την εφρουκάλιε, καλά, άμα σταματούσε, πάλι ταραχή, τρικυμία και τραμουντάνα. Κουράστηκε η Γαρυφαλιά κι απόκαμε μ’ αυτή τη δουλειά. Έκατσε να ξεκουραστεί κάτω από ένα δέντρο με τη φρουκαλίτσα της αγκαλιά. Άκουσε πάλι το πουλάκι να λαλεί και να την περιπαίζει:
Καλομοίρα, καλομοίρα, 
τα καλά σου σου τα πήραν. 
Κακομοίρα, κακομοίρα 
γύρεψε να βρείς τη μοίρα.
Έλαχε τότε ν’ αράξει ένα καράβι στο λιμάνι. Σηκώθηκε η κοπέλα κι ρώτησε τον καπετάνιο:
-Πού πάτε καπετάνιε;
-Πάμε στους Αγίους Τόπους να προσκυνήσουμε το Σταυρό.
-Με παίρνετε κι εμένα;
-Άμα ξέρεις καμιά δουλειά να κάνεις, σε παίρνουμε.
-Έχω μια φρουκαλίτσα κι άμα θέλετε να φρουκαλώ το καΐκι σας;
-Έλα κι εσύ με τη φρουκαλίτσα σου.
Έτσι, έφυγε η κοπέλα μας μ’ εκείνο το καΐκι. Έμπα μέρα- έβγα μέρα, ουρανός και θάλασσα, ήρθε μια μέρα που άραξε το καράβι σ’ ένα λιμάνι.
-Πού ήρθαμε ρωτά η Γαρυφαλιά;
-Στου βασιλιά την πόρτα της λέγουν.
Κι άρχισαν ένας- ένας να κατεβαίνουν απ’ το καράβι και να μπαίνουν από μια ωραία πύλη σ’ ένα κάστρο, ένα παλάτι.
Η κοπέλα κάθησε κι εχάζευε το ανάκτορο. Δεν είχε δει ποτέ ως τώρα τέτοιο κάλος, τόσο πλούτο, τέτοια πολυτέλεια. 
  Οι τοίχοι και τα κεραμύδια του, οι πόρτες και τα παράθυρά του, οι πύργοι και τα μπαλκόνια του, οι γλάστρες με τα λουλούδια τους, ένα θαύμα! Ένας μύθος! Η Γαρυφαλιά έμεινε ξεστηκιά, θαύμασε και ν’ αποθαυμάσεις, ανεβηκαν μέσα οι προσκυνητές κι έκλεισε η μεγάλη εκείνη η θύρα του κάστρου. Τι να κάμει και τι να γενεί τώρα; Από τη χαζομάρα και την παλαβομάρα της έμεινε έξω. Εκάεσε κι έκλαιγε, έκλαιγε απαρηγόρητη. Σε κάποια στιγμή άκουσε το γνωστό της πουλάκι. Καθόταν στην κορυφή ενός κυπαρισιού κι τραγουδούσε. 
Καλομοίρα, καλομοίρα
Τα καλά σου σου τα πήραν.
Κακομοίρα, κακομοίρα
σήκω για να βρείς τη μοίρα.
Σηκώθηκε τότε και τι να δει:


Ο βασιλιάς δεν ήτανε, μονάχα τρείς κοπέλες. Εκάθουνταν κι εκουβέντιαζαν συναμεταξύ τους μπροστά στα σπίτια του βασιλιά, ανάμεσα σε γλάστρες από λουλούδια. 
-Που πας κορούδα μου, την ρώτησαν, έτσι μοναχή σου;
- Δεν έχω που να πάω. Έμεινα μόνη κι έρημη μεσ’ στις στράτες.
-Έλα άμα θέλεις μαζί μας.
-Έρχομαι. Και την επήραν στο σπίτι τους.
-Εμείς, της είπαν, δουλεύουμε, θα δουλεύεις κι εσύ;
-Θα δουλεύω, έχω μια φρουκαλίτσα να φρουκαλώ τα σπίτια σας. Έτσι κι έγινε, μπήκε στην υπηρεσία των τριών αδελφάδων.


Η μεγάλη αδελφή κεντούσε σ’ ένα μεγάλο πανί τον ουρανό με τ’ άστρα. Όταν το είδε η Γαρυφαλιά, αποθαυμάστηκε. 
- Θέλω κι εγώ να κεντήσω τον ουρανό. 
- Θέλεις, αλλά πρέπει να γίνεις μαθήτρια για ένα χρόνο και μπορεί να μάθεις.
- Να γίνω.
Κι έγινε μαθήτρια. Βοηθούσε και παρακολουθούσε την κεντήστρα κι ότι της έλεγε άκουγε με προσοχή. Της έλεγε ιστορίες κι όλου του κόσμου τις θεωρίες. Τις νύχτες, την έπαιρνε από το χέρι και περιδιάβαιναν τον ουρανό. Έβλεπαν από ‘κεί πάνω τον περασμένο κόσμο και τον μελλούμενο, τον αγγελικό κόσμο, τον απάνω, τον ουράνιο. Ολάκερη πλάση ήταν εκεί πάνω και καλύτερη από την κάτω. Της έλεγε μάλιστα, πως τούτος ο κόσμος είναι αληθινός κι αιώνιος, ο κάτω είναι ψεύτης, απατηλός, προσωρινός.
  Ο χρόνος πέρασε κι η Γαρυφαλιά πήγε στη δεύτερη αδελφή. Αυτή κεντούσε το φεγγάρι.Ένα όμορφο φεγγάρι! Πανσέληνο, με τα φρύδια του, τα μάγουλα και τα χείλια του. Να σου μιλήσει ήθελε.
Εθαύμασε η Γαρυφαλιά και της λέγει: 
- Θα ήθελα κι εγώ να κεντήσω το φεγγάρι.
-Έ, να γίνεις μαθήτρια για ένα χρόνο και βλέπουμε. Μπορεί να μάθεις.
Έτσι έγινε και σ’ αυτήν μαθήτρια. Όλη την ημέρα κεντούσαν και για να περνα΄η ώρα ευχάριστα της έλεγε η κεντήτρια μύθους και παραμύθια και παραβολές. Τη νύχτα, όταν έβγαινε το φεγγάρι, παραιτούσαν το κέντημα κι έβγαιναν στον περίπατο, πότε στο δάσος και πότε στην ακροθαλασσιά. Στην ησυχία της νύχτας θωρούσαν το φεγγάρι που καθρεφτιζότανε στις λίμνες και λουζόταν στις θάλασσες και κρυβότανε μες τ’ αγγαλιασμένα σύννεφα και μες τα σκοτεινά πηγάδια.

Πέρασε έτσι κι αυτός ο χρόνος και πήγε στην Τρίτη αδελφή, τη μικρότερη. Αυτή κεντούσε ένα μαξιλάρι με πολύχρωμες κλωστές και ποικίλα σχέδια και πλουμίδια.
- Τι ωραίο μαξιλάρι! Θα με μάθεις κι εμένα να κεντάω μαξιλάρια;
- Θα σε μάθω, κάθησε κανένα χρόνο κι αν μάθεις έμαθες.
 Εκάθησε λοιπόν η Γαρυφαλιά με τη μικρή αδελφή κι επλουμίζαν το μαξιλάρι. Καθώς εκεντούσαν, η κοπέλα έλεγε ποιήματα, τραγούδια και προσευχές. Κάθε τόσο, άφηναν το κέντημα κι έβγαιναν στον κήπο να σκαλίσουν, να ποτίσουν και να ξεχορτίσουν, να μαζέψουν λαχανικά να μαγειρέψουν και φορύτα να χουν στην φρουτιέρα για τους ξένους. Ακόμα να φέρνουν νερό της πηγής με τη στάμνα, να χουν για τους περαστικούς.
 Να μη τα πολυλογούμε, τελείωσε κι ο τρίτος χρόνος κι η Γαρυφαλιά μας έμαθε και των τριών αδελφών τις δουλειές και τα εργόχειρα, τους λόγους και τους τρόπους και τα μυστικά. Έμαθε ακόμη τες ιστορίες της πρώτης, τα παραμύθια της δεύτερης και τα τραγούδια της τρίτης.
Μια μέρα, έλαχε να βρίσκεται στο σπίτι μοναχή της και να κεντά ένα μαξιλάρι. Κτύπησε η πόρτα και σηκώθηκε ν’ ανοίξει. Έξω στεκόταν ένας όμορφος νέος ντυμένος με ωραία ρούχα. Εφαινόταν πολύ κουρασμένος και ζαλισμένος, απ΄την οδοιπορία ίσως.
- Έλα μέσα, του λέγει η Γαρυφαλιά, έλα μέσα.
- Είμαι πολύ κουρασμένος. Αν έχεις λίγο τόπο, να μείνω να ξαποστάσω.
Έχω, έχω, έλα μέσα. Χάρηκε πολύ με τον αναπάντεχο, εκλεκτό ξένο, δεν ήξερε τι να του πρωτοπροσφέρει.
- Θα ήθελες ν’ ακούσεις μια αληθινή ιστορία; Του λέει.
- Ευχαρίστως, είπε ο ξένος.
Κι άρχισε να του λέει τη μια ιστορία μετά την άλλη... κι απάνω στη διήγηση τον επήρε από το χέρι κι ανέβησαν στες φτερούγες του ανέμου και βρέθηκαν στον ουρανό. Είδε κι εθαύμασε ο ξένος. Η Γαρυφαλιά χαρούμενη τον ερωτά:
- Τώρα ξεκουράστηκες καλέ μου ξένε;
- Όχι, της λέει ο ξένος, δεν αναπαύτηκα.
- Κάθησε τότε να σου πώ ένα παραμύθι. Τον πήρε από το χέρι και περπάτησαν το βράδυ στα δάση και στις ακροθαλασσιές, στο φώς του φεγγαριού. Είδε κι εμαγεύτηκε ο εκλεκτός ξένος.
 Η κοπέλα χάρηκε και τον ερώτησε πάλι αν ξεκουράστηκε. Αυτός απάντησε:
- Σπάνια και σπουδαία και υπέροχα κι ωραία είναι όλ’ αυτά, μα είμαι κουρασμένος, πεινώ κιόλας.
-Πεινάς, ψυχούλα μου; Κι έστρωσε μάνι- μάνι τραπέζι κι ευφράνθηκαν.


 Ύστερα ο ξένος έγυρε σ’ ένα ντιβάνι. Τού βαλε μάλιστα για προσκέφαλο εκείνο το μαξιλάρι που κεντούσε η ίδια. Κι είχε σ’ αυτό κεντήσει σχέδια ξώπρωτα, τη γή με τα λουλούδια της, τον ουρανό με τ’ άστρα, τον ήλιο, την πανσέληνο, το όρη με τα δέντρα, τη θάλασσα με τα ψάρια της και με τα κύματα της. 
 Σ’ αυτό το μαξιλάρι εξάπλωσε ο ωραίος ξένος. Τον ερώτησε τότε χαρούμενη:
-Και τώρα ξεκουράστηκες, καλέ μου ξένε;
Μα δεν επήρε απάντηση, γιατί μόλις έγυρε ο βασιλιάς τ’ ωραίο κεφαλάκι του στ’ ωραίο μαξιλάρι, αποκοιμήθηκε γλυκά.
Η Καλομοίρα εχάρηκε τότε κι ευχαριστημένη σιγοτραγουδούσε κι έλεγε αυτό το τραγούδι:
Γαρυφαλιά μου πράσινη, 
Πότε θα κοκκινίσεις,
να κόψω ένα γαρύφαλλο, 
να κάμω φρουκαλίτσα,
να φρουκαλώ τη θάλασσα, 
να ρέσσουν τα καΐκια.
Κι ένα καΐκι πέρασε 
του βασιλιά την πόρτα 
κι ο βασιλιάς δεν ήτανε 
μονάχα τρείς κοπέλες.
Η μια κεντούσε ουρανό
κι η άλλη το φεγγάρι 
κι η Τρίτη, η μικρότερη, 
κεντούσε μαξιλάρι, 
να πέφτει πάνω ο βασιλιάς, 
να του περνά η ζάλη.
Κι έζησαν αυτοί καλά, κι εμείς καλύτερα...  
   

No comments:

Post a Comment

Note: Only a member of this blog may post a comment.


Follow me on Social Media


Send us your CV: fairytalesbysofianna@gmail.com

Subscribe to our mailing list

* indicates required