Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν ένα φτωχό ανδρόγυνο. Δουλεύοντας από κει, δουλεύοντας από δω, τα βόλευαν με το ψωμί, με τις ελιές και με τις προσευχές. Έκαμαν κι ένα κορίτσι που το ονομάτησαν Καλομοίρα, ίσως αλλάξει, λέγανε, τη μοίρα τους. Μα όσο την εφώναζαν Καλομοίρα, κακομοίρα εγινότανε. Χαΐρι δεν έβλεπε και προκοπή δε θωρούσε. Χρυσό έπιανε, κάρβουνο γινότανε. Τεμπέλα ήτανε κι ακουμάνταρη. Ολοένα με τα λουλούδια μιλούσε και με τα πουλιά τραγουδούσε. Άλλο τίποτα, μήτε δουλειά, μήτε μιλιά.
Μια μέρα, ένα πουλάκι την επερίπεζε μ’ αυτό το τραγούδι.
Καλομοίρα, καλομοίρα
τα καλά σου σου τα πήραν.
Κακομοίρα, κακομοίρα
δούλεψε να βρείς τη μοίρα