Friday, November 17, 2017

Η Βασίλισσα του Χιονιού


Στα πολύ παλιά χρόνια, ζούσε ένα αγοράκι, που το έλεγαν Κάι και ένα κοριτσάκι, που το έλεγαν Γκέρτα. Τα σπίτια τους ήταν δίπλα - δίπλα και τα δυο παιδιά ήτανε φίλοι κι αγαπιόντουσαν πολύ.
Ανάμεσα στα δύο σπίτια ήταν ένας κήπος γεμάτος με όμορφα τριαντάφυλλα, που η Γκέρτα τ' αγαπούσε πάρα πολύ. Εκεί έπαιζαν τα παιδιά όλο το καλοκαίρι.


Και το χειμώνα, που οι νύχτες είναι κρύες, καθισμένα κοντά στο τζάκι, άκουγαν τη γιαγιά του Κάι να τους λέει παραμύθια. Πιο πολύ απ' όλα τους άρεσε η ιστορία για τη Βασίλισσα του Χιονιού.

«H καρδιά της είναι κρύα σαν τον πάγο», έλεγε ένα βράδυ η γιαγιά, «πετάει με το βοριά και στρώνει με χιόνι τους κάμπους και τα βουνά. Ξεραίνει τα δέντρα και παγώνει τα ποτάμια. Είναι πολύ κακιά και θέλει να κάνει τους ανθρώπους σαν και κείνη».
Ξαφνικά, ένα παράθυρο άνοιξε απο τον αέρα και ο Κάι έτρεξε να το κλείσει. Το χιόνι τον χτύπησε στο πρόσωπο κι ένα μικρό κομματάκι πάγου μπήκε στο μάτι του. Ο πάγος προχώρησε γρήγορα, έφθασε στην καρδιά του και στάθηκε εκεί.
«Αχ! το μάτι μου. Κάτι μπήκε στο μάτι μου!» φώναξε. «Στάσου να το φυσήξω να περάσει», είπε η Γκέρτα.
Πραγματικά, σε λίγο ο πόνος πέρασε, ο Κάι το ξέχασε και γελούσε πάλι ξένοιαστα.
Την άλλη μέρα πήρε το έλκηθρό του και ξεκίνησε να παίξει με τα άλλα αγόρια, στην πλατεία του χωριού.
«Περίμενε να έρθω και γω», είπε η Γκέρτα.
«Όχι», απάντησε θυμωμένα ο Κάι, «δεν χρειαζόμαστε χαζοκόριτσα σαν και σένα», και έφυγε τρέχοντας.
Η Γκέρτα τα 'χασε. Πρώτη φορά ο φίλος της της φέρθηκε με τόση κακία.


Στην πλατεία τα αγόρια έπαιζαν με τα έλκηθρά τους. Τα έδεναν πίσω απο τα κάρα των χωρικών και έτσι γλιστρούσαν πάνω στο χιόνι. Ξαφνικά, μπήκε και στάθηκε στην πλατεία ένα μεγάλο έλκηθρο με άσπρα άλογα. Ο οδηγός ήταν σκεπασμένος με μια αστραφτερή άσπρη γούνα.


«Αυτό θα έχει πιο πολύ γούστο», σκέφτηκε ο Κάι και βιάστηκε να δέσει το ελκηθράκι του πίσω απο το άσπρο έλκηθρο.
Αμέσως τα άλογα ξεκίνησαν με φόρα και το μεγάλο έλκηθρο γλιστρούσε γρήγορα, όλο και πιο γρήγορα πάνω στο απαλό χιόνι. Ο Κάι άρχισε να φοβάται και προσπάθησε να λύσει το σκοινί. Άδικα όμως. Το άσπρο έλκηθρο τον τραβούσε μαζί του. Βγήκαν απο το χωριό, πέρασαν βουνά και δάση και τέλος πέταξαν με τον παγωμένο αέρα.

«Βοήθεια, βοήθεια», φώναζε ο Κάι, μα μόνο ο άνεμος του απαντούσε. Τελικά το έλκηθρο σταμάτησε και ο οδηγός σηκώθηκε και γύρισε το κεφάλι του. Τότε το αγόρι πρόσεξε πως ο οδηγός ήταν μια όμορφη ψηλή γυναίκα και πως τα ρούχα της ήταν καμωμένα απο χιόνι. Το παιδί έμεινε με το στόμα στόμα. 


Εκεί, μπροστά του, στεκόταν η ίδια η Βασίλισσα του Χιονιού. Πήρε τον Κάι δίπλα της, πάνω στο έλκηθρο και τον σκέπασε με το παλτό της. «Κρυώνεις;» του είπε και τον φίλησε στο μέτωπο. Αμέσως το παιδί έπαψε να κρυώνει. Κοίταζε με θαυμασμό την άσπρη οπτασία και νόμιζε πως ποτέ στη ζωή του δεν είχε δει πιο όμορφη γυναίκα. Ήταν πια σκλάβος της. Η καρδιά του είχε γίνει ένα κομμάτι πάγος κι έτσι ξέχασε την Γκέρτα, τη γιαγιά και τον κήπο με τα τριαντάφυλλα.
Πίσω στο χωριό, η Γκέρτα άδικα περίμενε το φίλο της. Τα παιδιά της είπαν πως τον πήρε ένα άσπρο έλκηθρο. Σε λίγο καιρό όλοι πίστευαν πως είχε πεθάνει και πως ήταν θαμμένος κάπου στην άσπρη ερημιά του χιονιού. Όμως η Γκέρτα δεν ήθελε να το πιστέψει. Όλο το χειμώνα, τον περίμενε. Σαν έφθασε το καλοκαίρι, αποφάσισε να ψάξει να τον βρει.



Φόρεσε τα καινούρια κόκκινα παπούτσια της και ξεκίνησε για το μεγάλο ποτάμι.
Έσκυψε στην όχθη και φώναξε στα κύματα:
«Kύματα, κυματάκια μου, πέστε μου πού θα βρω το φίλο μου τον Κάι και γω θα σας δώσω τα καινούρια κόκκινα παπούτσια μου».
Τα κύματα συμφώνησαν. Και τότε, η Γκέρτα είδε μια βαρκούλα κρυμμένη στις καλαμιές. Μπήκε μέσα, έβγαλε τα παπούτσια της και τα πέταξε στα βαθιά νερά. Αμέσως η βαρκούλα ξεκίνησε και άρχισε να κυλάει στο δυνατό ρεύμα του ποταμού. «Ίσως το ρεύμα να με πάει στον αγαπημένο μου Κάι», σκέφτηκε η Γκέρτα.


Η βαρκούλα κατέβαινε το ποτάμι, ώσπου πέρασε μπροστά απο ένα παράξενο, αχυρένιο σπιτάκι, τριγυρισμένο απο έναν κήπο με κερασιές. Μια παράξενη γριά με μεγάλο κόκκινο καπέλο, βγήκε απ' το σπιτάκι και μετη μαγκούρα της έπιασε τη βάρκα και την τράβηξε στην όχθη.
«Καημένο κοριτσάκι», είπε η γριά, «πώς βρέθηκες σ' αυτή την άγρια ερημιά;»
H Γκέρτα της είπε τον πόνο της και τη ρώτησε μήπως είχε δει τον Κάι.
«Α, μα δεν ήρθε ακόμα», είπε η γρια, «όμως τον περιμένω απο μέρα σε μέρα». Πήρε το κοριτσάκι μέσα στο σπίτι και του έδωσε να φάει κόκκινα, τραγανιστά κεράσια. Κι ενώ εκείνη έτρωγε, η γριά πήρε ένα χτένι κι άρχισε να της χτενίζει τα μαλλιά.

Η γριά ήταν μια μοναχική μάγισσα και ήθελε να κρατήσει κοντά της την κοπέλα για συντροφιά. Έτσι λοιπόν, καθώς τη χτένιζε, η Γκέρτα ξέχασε σιγά - σιγά τον Κάι, τη γιαγιά και τον κήπο με τα τριαντάφυλλα.
Για πολλές μέρες, το κοριτσάκι έπαιζε ξένοιαστο στο αχυρένιο σπίτι της μάγισσας.
Όμως μια μέρα, καθώς τριγύριζε στον κήπο, είδε ένα παρτέρι γεμάτο κόκκινα τριαντάφυλλα, έσκυψε να τα μυρίσει και αμέσως ξαναθυμήθηκε τον Κάι.



«Πω, πω!», φώναξε. «Πώς ξεχάστηκα εδώ πέρα τόσες μέρες;» Η φωνή της ξεσήκωσε έναν κόρακα, που καθόταν σ' ένα δέντρο.
«Κρα, κρα, τι έπαθες κοριτσάκι;»
«Πρέπει να βρω τον φίλο μου τον Κάι. Μήπως τον πήρε το μάτι σου πουθενά;»
«Tην περασμένη βδομάδα πέρασε απο δω ένα αγόρι, που είχε κερδίσει την καρδιά μιας πριγκίπισσας. Τον έκανε βασιλόπουλο και τώρα ζουν μαζί ευτυχισμένοι, εδώ κοντά σ' ένα ωραίο παλάτι».
Η Γκέρτα ευχαριστήθηκε πολύ. «Αχ, μακάρι να είναι ο Κάι και να ζει ευτυχισμένος. Μπορείς να μου δείξεις το δρόμο, σε παρακαλώ;»
O κόρακας πέταξε μπροστά και οδήγησε το κοριτσάκι στο παλάτι. Μπήκαν μέσα και ανέβηκαν μια μεγάλη σκάλα. Αφού πέρασαν απο λαμπρές αίθουσες και ατέλειωτους διαδρόμους, έφθασαν στο βασιλικό δωμάτιο, όπου κοιμόντουσαν ο πρίγκιπας και η πριγκίπισσα. Μα μόλις τους είδε η Γκρέτα έβαλε τα κλάματα.
«Αχ, καλέ μου κόρακα, δεν είναι αυτός. Πρέπει πάλι ν' αρχίσω το ψάξιμο και είμαι τόσο κουρασμένη».
Με τα κλάματα της Γκέρτας οι πρίγκιπες ξύπνησαν και ξαφνιάστηκαν βλέποντας ένα άγνωστο κοριτσάκι να κλαίει στα πόδια του κρεβατιού τους. Μα όταν άκουσαν τον πόνο της συγκινήθηκαν πολύ.
«Έλα, μη κλαις άλλο, θα σου δώσω το πιο όμορφο φουστάνι μου», είπε η βασιλοπούλα.
«Και γω, θα σου δώσω τη χρυσή μου άμαξα, για να σε πάει πιο γρήγορα κοντά στο φίλο σου», είπε το βασιλόπουλο.

Έτσι, η Γκέρτα ξεκίνησε πάλι με την ολόχρυση άμαξα, για να βρει τον Κάι. Μα, καθώς περνούσαν μέσα απο ένα σκοτεινό δάσος, έπεσαν πάνω σε μια συμμορία ληστών.
Οι ληστές είδαν τη χρυσή άμαξα και νόμισαν πως είχε μέσα καμιά βασιλοπούλα.
Όρμησαν λοιπόν, σταμάτησαν την άμαξα, τράβηξαν έξω τη Γκέρτα και την πήραν μαζί τους στο λημέρι τους.
Εκεί, τους υποδέχτηκε μια όμορφη μελαχρινή κοπέλα με μαύρα μάτια. Ήταν η μικρή κόρη του Αρχιληστή. Όταν οι ληστές έμαθαν πως η Γκέρτα ούτε βασιλοπούλα ήταν, ούτε θησαυρούς είχε, δεν ήξεραν τι να την κάνουν και αποφάσισαν να τη σκοτώσουν. «Αχ, όχι! Μη τη σκοτώνετε», είπε η κόρη του Αρχιληστή, «τη θέλω για να παίζουμε. Θα μου δώσει και το όμορφο φουστάνι της».
«Ας είναι, να σου κάνω το χατήρι», είπε ο πατέρας της, «θα την έχουμε όμως δεμένη. Αλλιώς, μπορεί να το σκάσει και να μας προδώσει».
Όλη τη νύχτα η Γκέρτα διηγόταν στην καινούρια φιλενάδα της τις περιπέτειές της και το πώς έψαχνε να βρει τον φίλο της τον Κάι. Καθώς μιλούσε, δυο περιστέρια κι ένας τάρανδος πλησίασαν το παράθυρο και άκουγαν προσεχτικά.
«Κουού - κουού», είπε ξαφνικά το ένα περιστέρι, «εγώ τον είδα το μικρό Κάι. Ήταν με τη Βασίλισσα του Χιονιού και πήγαιναν κατά τη Λαπωνία».
«Την ξέρω καλά τη Λαπωνία», είπε ο τάρανδος, «εγώ εκεί γεννήθηκα. Είναι όλο πάγους και χιόνια».
«Πρέπει να πάω στη Λαπωνία. Τώρα ξέρω γιατί ο Κάι ήταν τόσο κακός μαζί μου. Η καρδιά του έχει γίνει ένα κομμάτι πάγος», είπε η Γκέρτα.
Τότε η κόρη του ληστή σηκώθηκε και πήγε σιγά σιγά στην κάμαρα του πατέρα της. Έβαλε το χέρι της κάτω απο το μαξιλάρι του και πήρε τα κλειδιά του. Άνοιξε τις αλυσίδες που κρατούσαν δεμένη την Γκέρτα και την ελευθέρωσε. «Να την πας γρήγορα στη Λαπωνία και να τη βοηθήσεις να βρει το φίλο της», είπε στον τάρανδο.


Ο τάρανδος άλλο που δεν ήθελε. Πήρε στη ράχη του το κοριτσάκι και ξεκίνησε με μεγάλα πηδήματα. Πέρασαν βάλτους και ποτάμια, πέρασαν βουνά και λίμνες και, τέλος, έφθασαν στη Λαπωνία. Έκανε πολύ κρύο και όλα ήταν σκεπασμένα με χιόνι.
«Κοίτα, κοίτα», φώναξε η Γκέρτα θαμπωμένη. Εκεί μπροστά τους έστεκε το αστραφτερό παλάτι της Βασίλισσας του Χιονιού, τόσο λαμπερό, σαν να 'ταν καμωμένο απο εκατομμύρια διαμάντια.
Όμως, μέσα στο λαμπρό παλάτι, η ψυχρή και κακιά Βασίλισσα είχε κάνει σκλάβο της τον Κάι. Όλη μέρα το αγόρι έτριβε και γυάλιζε τα παγωμένα πατώματα του πύργου, χωρίς να νιώθει ούτε κόπο ούτε κρύο.
Η Βασίλισσα του 'χε δώσει μερικά κομμάτια πάγου και του 'χε πει, πως όταν θα κατάφερνε να φτιάξε μ' αυτά τη λέξη ΑΙΩΝΙΟΤΗΤΑ θα τον άφηνε ελεύθερο.
Εκείνη τη μέρα είχε φύγει με το άσπρο της έλκηθρο, για να σκεπάσει με χιόνια τις πόλεις και τα χωριά. Ο Κάι είχε μείνει μόνος του, και προσπαθούσε να φτιάξει με τους παγωμένους κύβους τη λέξη ΑΙΩΝΙΟΤΗΤΑ. Μα δεν τα κατάφερνε. Τα χέρια του ήταν κοκκαλωμένα απο την παγωνιά. Εκεί τον βρήκε η Γκέρτα.


«Αγαπημένε μου Κάι, επιτέλους σε βρήκα», φώναξε και τον αγκάλιασε σφιχτά.
«Ποιά είσαι συ;» ρώτησε το αγόρι, «δε σε γνωρίζω. Φύγε απο δω και άσε με ήσυχο».
Μα η Γκέρτα δεν τον άφηνε. Τον κρατούσε σφιχτά και έκλαιγε με καυτά δάκρυα. Και τα δάκρυα, έπεσαν στο πρόσωπο του Κάι, μπήκαν στα μάτια του, έφθασαν στην καρδιά του... και έλιωσαν τον πάγο. Το αγόρι ζεστάθηκε και αμέσως θυμήθηκε.
«Γκέρτα μου, αγαπημένη! Είσαι στ' αλήθεια εσύ;» Αγκαλιάστηκαν και άρχισαν να χορεύουν. Και τα κομμάτια του πάγου έπιασαν το χορό και, χορεύοντας, σχημάτισαν τη λέξη ΑΙΩΝΙΟΤΗΤΑ. «Τώρα είμαι ελεύθερος», φώναξε ο Κάι. 




Τα δυο παιδιά βγήκαν απο το παλάτι  και βρήκαν τον τάρανδο. Ανέβηκαν στην πλάτη του και ξεκίνησαν για την πατρίδα τους. 
Στο δρόμο ο ήλιος άρχισε να λάμπει  και όταν έφθασαν στο χωριό τους  είχε έρθει πια το καλοκαίρι. 


Ο αγαπημένος τους κήπος ήταν γεμάτος με κόκκινα ευωδιαστά τριαντάφυλλα.


"Η Βασίλισσα Του Χιονιού" (Δανικά: Snedronningen) είναι πρωτότυπο παραμύθι γραμμένο από τον Χανς Κρίστιαν Άντερσεν (1805-1875). Η ιστορία δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά στις 21 Δεκεμβρίου του 1844 στα Νέα Παραμύθια. Πρώτος Τόμος. Δεύτερη Συλλογή. 1845. (Δανικά: Nye Eventyr. Første Bind. Anden Samling. 1845.)[1] Η ιστορία επικεντρώνεται στη πάλη ανάμεσα στο καλό και το κακό , όπως τη βιώνουν οι Γκέρντα και ο φίλος της, Κάι.

Πρόκειται για ένα από τα μεγαλύτερα σε έκταση παραμύθια του Άντερσεν και ένα από τα σημαντικότερα. Συμπεριλαμβάνεται τακτικά σε επιλεγμένες ιστορίες και συλλογές του έργου του και συχνά απαντά σε εικονογραφημένες εκδόσεις για παιδιά.
(Wikipedia)




No comments:

Post a Comment

Note: Only a member of this blog may post a comment.


Follow me on Social Media


Send us your CV: fairytalesbysofianna@gmail.com

Subscribe to our mailing list

* indicates required