Μια φορά κι έναν καιρό ήταν τρία μικρά γουρουνάκια που ζούσαν ξέγνοιαστα κι ευτυχισμένα με τη μαμά τους. Όταν μεγάλωσαν τους είπε η μαμά τους
"Τώρα παιδιά μου μεγαλώσετε και πρέπει να πάτε να ζήσετε τη ζωή σας χωρίς εμένα. Θα πάρει, λοιπόν, καθένα τα πράγματά του και θα πάτε να φτιάξετε από ένα σπίτι να ζήσετε. Και προσοχή! Το σπίτι που θα χτίσετε πρέπει να είναι γερό για να μη μπορεί να το γκρεμίσει ο κακός ο λύκος και σας φάει". Πήρε, λοιπόν, το κάθε γουρουνάκι το δρόμο του.
Το πρώτο συνάντησε έναν κύριο που πουλούσε άχυρα. Σκέφτηκε, λοιπόν, "Γιατί να κάθομαι να δουλεύω σαν το σκυλί, ας φτιάξω μάνι μάνι ένα σπίτι με άχυρα". Κι έτσι αγόρασε τ' άχυρα κι έφτιαξε ένα σπίτι.
Το δεύτερο γουρουνάκι βρήκε πρόχειρα κάτι ξύλα. Σκέφτηκε κι αυτό, "Με τα ξύλα αυτά θα φτιάξω το σπιτάκι".
Ο κακός ο Λύκος μυρίστηκε τα γουρουνάκια. Πάει στο σπίτι του πρώτου και χτυπάει.
Τοκ τοκ τοκ
Τοκ τοκ τοκ
Γ: Ποιος είναι;
Λ: Γουρουνάκι άνοιξέ μου να μπω μέσα.
Γ: Πριτς που θα σ' ανοίξω. Να με φας!
Λ: Δε μ' ανοίγεις; Τότε κι εγώ θα φυσήξω και στη στιγμή θα σου γκρεμίσω το σπίτι.
Κι ο λύκος φύσηξε και τα άχυρα σκορπίστηκαν στον αέρα. Το γουρουνάκι έτρεξε και ζήτησε καταφύγιο στο δεύτερο αδελφάκι του. Έρχεται κι ο κακός ο λύκος και χτυπάει την πόρτα.
Τοκ τοκ τοκ
Τοκ τοκ τοκ
Γ: Ποιος είναι;
Λ: Γουρουνάκια ανοίξτε μου να μπω μέσα.
Γ: Πριτς που θα σ' ανοίξουμε. Να μας φας;
Λ: Α! δε μ' ανοίγετε;! Τότε κι εγώ θα φυσήξω και στη στιγμή θα σας γκρεμίσω το σπίτι.
Κι ο λύκος φύσηξε και τα ξύλα σκορπίστηκαν στον αέρα.
Τότε τα γουρουνάκια έτρεξαν γρήγορα, γρήγορα και ζήτησαν καταφύγιο στο σπίτι του άλλου αδελφού.
Τότε τα γουρουνάκια έτρεξαν γρήγορα, γρήγορα και ζήτησαν καταφύγιο στο σπίτι του άλλου αδελφού.
Έρχεται ο κακός ο λύκος και χτυπάει την πόρτα. Τοκ τοκ τοκ
Γ: Ποιος είναι;
Λ: Γουρουνάκια ανοίξτε μου να μπω μέσα.
Γ: Πριτς που θα σ' ανοίξουμε. Να μας φας;
Ο λύκος φύσηξε με όλη του τη δύναμη και αλλά το σπίτι ήταν γερό, χτισμένο με τούβλα και δεν σκορπίστηκε όπως τα προηγούμενα. Ο λύκος τότε σκέφτηκε να κατέβει από τη καμινάδα του τζακιού. Τα γουρουνάκια ακούγοντας θόρυβο από την καμινάδα, φαντάστηκαν ότι ήταν ο κακός ο λύκος, κι έτσι έβαλαν φωτιά στα ξύλα του τζακιού. Ο λύκος δεν κατάφερε να κατέβει γιατί θα έκαιγε την ουρά του κι έτσι άφησε ήσυχα τα γουρουνάκια. Χαρούμενα τα γουρουνάκια βγήκαν να παίξουν έξω και υποσχέθηκαν την επόμενη φορά να φτιάξουν όλα πιο γερά σπίτια!
No comments:
Post a Comment
Note: Only a member of this blog may post a comment.